Έντυπο: ΑΘΗΝΑΙ, Φύλλο: 7-10-1908 – ΑΡΘΡΑ ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ
Το σταφιδικόν ζήτημα απασχολεί από πολλών ετών και την Βουλήν και τον τύπον και την κοινήν καθόλου γνώμην, πολύ δε δικαίως˙ διότι η σταφίς δεν είνε μόνον το αποκλειστικόν προϊόν, εξ ού αποζώσι τόσαι επαρχίαι εν Ελλάδι, αλλά και ο κυριώτατος οικονομικός παράγων της χώρας. Η εξ αυτής εθνική πρόσοδος ανήρχετο πάλαι ποτέ εις 60 και επέκεινα εκατομμύρια ετησίως, εξ ής 5-6 εκατομμύρια εισήρχοντο εις το δημόσιον, ως εξαγωγικός δασμός, άλλα δε τόσα περίπου εις τά δημοτικά και λιμενικά ταμεία, ως δημοτικοί φόροι ή λιμενικά τέλη. Και είνε μέν αληθές ότι, αφ΄ ής εξερράγη η τελευταία σταφιδική κρίσις εν έτει 1893, η εκ της σταφίδος πρόσοδος εμειώθη κατά πολύ˙ αλλά και ούτω δεν έπαυσε το περί ού ο λόγος προϊόν να είνε ο πρώτιστος οικονομικός παράγων της Ελλάδος. Εκ τούτου καθίσταται ευεξήγητον και το μέγα ενδιαφέρον, όπερ αείποτε προκαλεί το σταφιδικόν ζήτημα παρ΄ ημίν, – εκτός, εννοείται, εκείνων και μόνων, οίτινες δι΄ ουδέν απολύτως ζήτημα πολυσκοτίζονται και επί του προκειμένου δεν θα εδυσκολεύοντο ν΄ αναφωνήσουν : «Μά επί τέλους δεν θα μας αφήσουν ησύχους αυτοί οι σταφιδοπαραγωγοί ; Το Κράτος έκαμεν ό,τι εμπόρεσε δι΄ αυτούς. Καθιέρωσε την παρακράτησιν, συνέστησε την Ενιαίαν˙ τι άλλο ζητούν πλέον ; »
Εις τους οπαδούς τούτους της αρχής του «δεν με μέλει» και «μη χάνεσαι», προσέρχονται τώρα επίκουροι και οι περί την Προνομιούχον Εταιρίαν, οι οποίοι τελευταίον ιδίως δεν εδίστασαν να παραστήσουν τους σταφιδοπαραγωγούς ως φύσει μεμψιμοίρους και αυτό τούτο ανοικονομήτους. Και τι δεν είπον και τι δεν έγραψαν περί αυτών ! Διισχυρίσθησαν ότι οι σταφιδοπαραγωγοί φαντάζονται και το Κράτος και την Ενιαίαν ως φιλανθρωπικά καταστήματα. Παρά του πρώτου αξιούσιν αυτοί να μη έχη άλλην φροντίδα από την ιδικήν των και, ει δυνατόν, να τους χαρίση τους φόρους και να δαπανήση και εξ ιδίων υπέρ αυτών.
Παρά της δευτέρας απαιτούσι να εξοδεύη μόνον χωρίς να εσοδεύη τίποτε από τους σταφιδοπαραγωγούς, εν άλλαις λέξεσι να τους μοιράση, ει δυνατόν, τά κεφάλαιά της, τά οποία nota bene είνε ιδιωτικά και μάλιστα ξένα, κατά την έκφρασιν του συμβούλου της Εταιρίας κ. Δ. Στεφάνου (Σταφιδ. Βίβλος σ. 45). Έχουσι τέλος την αξίωσιν να κάμη αυτή τα΄ αδύνατα δυνατά, διά να φθάση η σταφίς εις δυσθεώρητα ύψη, μέχρι και των χιλίων δρ. το χιλιόλιτρον. Αδιάφορον εάν οι Κουτόφραγκοι θα έπαυον ούτω να τρώγωσι την σταφίδα μας, η οποία είνε είδος πολυτελείας δι΄ αυτούς, ως και ημείς δεν τρώγομεν το χαβιάρι διά την ακρίβειάν του. (πρβλ. αγόρευσιν Δ. Στεφάνου έ. α.) Αλλ΄ αυτά είνε όνειρα πλέον απραγματοποίητα, είνε καθαρά ουτοπία, ως τοιαύτη αναξία προσοχής. Οι περί την Ενιαίαν θα είχον βεβαίως δίκαιον και όλοι οι παρ΄ ημίν «δεν με μέληδες» ως τους ονομάζει η «Ακρόπολις», εάν και ίχνος μόνον αληθείας υπήρχεν εις τους τοιούτους διισχυρισμούς των. Αλλά τοιούτο τι δεν συμβαίνει.
*
Ως προς το Κράτος παρατηρούμεν ότι ουδέποτε εθεώρησαν αυτό οι σταφιδοπαραγωγοί ως φιλανθρωπικόν κατάστημα, ουδ΄ ηξίωσαν παρ΄ αυτού να τους χαρίση τους φόρους, πολύ δε ολιγώτερον να δαπανήση τι υπέρ αυτών εξ ιδίων. Αυτοί κύπτουσιν ανέκαθεν αγογγύστως τον αυχένα υπό τον δυσβάστακτον ζυγόν όλων των αμέσων και εμμέσων φόρων, οίτινες επιβαρύνουσι και τους λοιπούς Έλληνας, επί πλέον δεν κατέβαλλον πρίν εις το δημόσιον ταμείον και 15-19 δρ. το χιλιόλιτρον διά τον σταφιδόκαρπόν των. Ο φόρος ούτος ανελόγει, καθ΄ όν χρόνον η σταφίς ετιμάτο 200-300 δρ. το χιλιόλιτρον, προς 5-10 ο)ο. Καθ΄ όν χρόνον όμως αι τιμαί της εξέπεσαν εις 100, εις 60 και άπαξ εις 40 δρ., ούτω δε η αναλογία του φόρου του Δημοσίου ομού μετά του δημοτικού και των λιμενικών τελών ανήλθεν εις 50 ο)ο και πλέον και δή επί της ακαθαρίστου προσόδου, και τότε δεν εζήτησαν αυτοί παρά του Κράτους ασυδοσίαν, ουδέ κάν ισοπολιτείαν προς τάς Τραπέζας, τάς διαφόρους Εταιρίας και τους πλουσίους ιδιοκτήτας μεταλλείων, επί των οποίων ο φόρος ανέρχεται μόλις εις 5 ο)ο επί της καθαράς προσόδου.
Εζήτησαν μόνον ανακούφισιν εκ της αυτόχρημα ληστρικής των φορολογίας, ήτις ουδαμού της υφηλίου απαντά την σήμερον, εις ουδέν απολύτως Κράτος, ούτε συνταγματικόν και πεπολιτισμένον, ούτε απολυταρχικόν και βάρβαρον. Ηδύνατο να υπάρξη δικαιοτέρα ταύτης αξίωσις ;
Μετά πολυετείς αγώνας επέτυχον οι σταφιδοπαραγωγοί να υποβιβασθή ο φόρος του προϊόντος των εις 15 ο)ο επί της ακαθαρίστου προσόδου και δή εις είδος, ως ανέκαθεν εισεπράττοντο πάντες οι έγγειοι φόροι, μετεβλήθησαν δε αυτοί εις χρήμα προς ευκολίαν των παραγωγών κυρίως.
Και δι΄ αυτό το 15 ο)ο συνεβλήθη το Κράτος προς την Προνομιούχον Εταιρίαν και εξησφάλισε παρ΄ αυτής, επ΄ ανταλλάγμασιν εις βάρος των σταφιδοπαραγωγών, 4 – 4 1)2 εκατομμ. δρ. ετησίως. Και ούτω δε η φορολογία της σταφίδος ομού μετά των δημοτικών και των λιμενικών ανέρχεται εις 20ο)ο περίπου επί της ακαθαρίστου προσόδου. Ερωτώμεν δε νύν πάντα ευσυνείδητον άνθρωπον να μας είπη, εάν αυτή είνε ασυδοσία, ή μάλλον άσπλαχνος αφαίμαξις των δυστυχών σταφιδοπαραγωγών. Και ποίον αντάλλαγμα έχουσιν αυτοί οι αληθείς Παρίαι της Ελλάδος παρά του Κράτους διά την τοιαύτην φορολογίαν; έχουσιν αφάλειαν περιουσίας, τιμής και ζωής; έχουσι διοίκησιν χρηστήν και ταχείαν και ακεραίαν απονομήν της δικαιοσύνης; έχουσι παιδείαν και εκκλησίαν, αξίας λόγου; έχουσιν οικονομικήν πίστιν; Όχι, απόδειξις δε τρανή και αναντίλεκτος τούτου είνε η απελπισία, η εξωθούσα αυτούς πρό πάντων εις την μετανάστευσιν, εις τον εκπατρισμόν. Και είνε δίκαιον να παριστώνται αυτοί τώρα, ως φύσει μεμψίμοιροι, ως έχοντες αδικαιολόγητα παράπονα κατά του Κράτους;
*
Αλλά διισχυρίζονται ότι χάριν αυτών προέβη το Κράτος εις την εφαρμογήν μέτρου πρωτοφανούς και ανηκούστου εν τή οικονομολογική θεωρία και πράξει, οποίον είνε το της παρακρατήσεως. Πλήν αυτό υπήρξεν έν μέτρον ανάγκης, το οποίον υπηγόρευσε το καλώς εννοούμενον συμφέρον του Κράτους ουκ ήττον ή των σταφιδοπαραγωγών. Άνευ αυτού επικινδύνευον να στερηθώσιν ούτοι του επιουσίου των άρτου, αλλά θα εστείρευνε και η σπουδαιοτάτη πηγή του εθνικού μας πλούτου, το δε Κράτος δεν θα έχανε μόνον τον εκ της σταφίδος φόρον, αλλά και τους λοιπούς φόρους δυσκόλως θα εισέπραττεν αυτό εκ των σταφιδοφόρων τουλάχιστον επαρχιών, δεν ήτο δε απίθανον όλως να εκραγή και κοινωνική τις κρίσις εν αυταίς, Και επί τέλους μήπως υπέστη θυσίαν τινα το Κράτος χάριν του θεσμού της παρακρατήσεως, όστις τόσον ευεργετικός υπήρξε και δι΄ αυτό και δια την χώραν;
Αλλ΄ εις το μέτρον της παρακρατήσεως προέβη το Κράτος αβασανίστως όλως και εν σπουδή μεγάλη. Οι δύο κυριώτατοι της παρακρατήσεως νόμοι, ο του 1895 και ο του 1899 εψηφίσθησαν εν καιρώ θέρους, ήτοι ενν παραμοναίς της σταφιδικής εσοδείας, ότε και ο προσήκων χρόνος και η αναγκαία ψυχική γαλήνη έλειπε πρός σοβαράν μελέτην και επεξεργασίαν αυτών. Διά τούτο αμφότεροι οι νόμοι ήσαν κυρίως ειπείν ημίμετρα, δι΄ ών αδύνατον ήτο να λυθή οριστικώς το σταφιδικόν ζήτημα. Ούτε διά του πρώτου, ούτε διά του δευτέρου αφηρείτο ολόκληρον το πλεόνασμα της παραγωγής, το επιβαρύνον τάς ξένας αγοράς της καταναλώσεως και συντελούν εις την έκπτωσιν των τιμών της σταφίδος. Το δε θεμελιώδες ελάττωμα αμφοτέρων των περί ών ο λόγος νόμων ήτο ότι ουδεμία πρόνοια ελαμβάνετο δι΄ αυτών περί απαγορεύεσεως της περαιτέρω εμφυτεύσεως σταφιδαμπέλων, ούτως ώστε ό,τι αφηρείτο αφ΄ ενός διά της παρακρατήσεως ανεπληρούτο αφ΄ ετέρου διά των νέων σταφιδοφυτειών και κατελήγομεν ούτως εις τον αυτόν παρονομαστήν πάντοτε, εξ ού αδύνατον ήτο να παύσωσι τά παράπονα των σταφιδοπαραγωγών. Αλλ΄ έπταιον διά τούτο αυτοί ή το Κράτος, το οποίον ενομοθέτει τόσον βεβιασμένως και αβασανίστως, ώστε οι νόμοι του να μεταβάλλωνται εις πίθον Δαναίδων και να παρέχωσι μάλιστα αφορμάς εις παντοίας παραβάσεις των και καταχρήσεις ;
*
Κατηντήσαμεν επί τέλους εν έτει 1905 εις την Προνομιούχον Εταιρίαν. Πλήν και η σχετική πρός αυτήν Σύμβασις συνετάχθη και εψηφίσθη έν ώρα θέρους και εν παραμοναίς της σταφιδικής εσοδείας, ήτις τότε προεμηνύετο μεγάλη και ως εκ τούτου ενέβαλλε τους πάντας εις ανησυχίαν περί του αμέσως προσεχούς μέλλοντος. Και διά τον λόγον δε τούτον και επειδή προέκειτο περί έργου πρωτοφανούς, καθ΄ ό δεν είχομεν να συμβουλευθώμεν κανέν προηγούμενον, δεν ηδύνατο ή να έχη τάς ελλείψεις και ατελείας της και η περί ής ο λόγος σύμβασις, αίτινες αφεώρουν εκάτερον των συμβαλλομένων, και την Εταιρίαν και τους σταφιδοπαραγωγούς.
Αλλ΄ εκείνη μεν κατώρθωσε να επιβληθή ήδη εις την Κυβέρνησιν και να ψηφισθή η σμπληρωτική σύμβασις του 1906 , δι΄ ής εξησφαλίζοντο κατά το δυνατόν τά συμφέροντά της. Και ηθέλετε εν τοιαύτη περιπτώσει οι σταφιδοπαραγωγοί, δι΄ ούς αί ατέλειαι και ελλείψεις της συμβάσεως, ως η μέχρι τούδε πείρα απέδειξεν, είνε ασυγκρίτω τώ λόγω μεγαλείτεραι και σπουδαιότεραι, να μη επιζητήσωσι την συμπλήρωσιν και επανόρθωσιν αυτών, μηδέ ν΄ απευθύνωσι το παράπαν παράπονα ;
Εις τάς περί ών ο λόγος ατελείας και ελλείψεις της συμβάσεως, τάς απτομένας τών συμφερόντων των σταφιδοπαραγωγών, οφείλεται κυρίως και το νύν εκραγέν ζήτημα των χρηματικών εγγυήσεων. Κατ΄ αυτό, ως απεδείξαμεν ήδη, εξ υπαιτιότητος της Προνομιούχου και τή ασυγγνώστω ανοχή της Κυβερνήσεως υπέστησαν ήδη ζημίαν μεγάλην οι σταφιδοπαραγωγοί και επαπειλούνται υπό μείζονος τοιαύτης διά το μέλλον, εν όσω εκείνη μέν εμμένει εν τώ αδίκω αυτής, αύτη δ΄ εξακολουθεί ολιγωρούσα των επιβαλλομένων εις αυτήν καθηκόντων, όπως επαναγάγη την Εταιρίαν εις την οδόν του καθήκοντος. Και θέλετε τώρα να μή εξαναστώσιν οι σταφιδοπαραγωγοί κατά της τοιαύτης καταστάσεως και να μη διεκδικήσωσι διά παντός νομίμου μέσου τά δίκαιά των τόσον απέναντι του Κράτους όσον και απέναντι της Εταιρείας ; Αλλά πρέπει να έχητε πολύ ταπεινήν γνώμην περί αυτών, πρέπει να τους θεωρήτε αυτόχρημα ον- ελευθέρους, όπως πιστεύσητε ότι αυτοί θ΄ ανεχθώσιν ησύχως και απαθώς, ως Ανατολίται μοιρολάτραι την τοιαύτην επιβουλήν των συμφερόντων των.
ΑΘ. ΕΥΤΑΞΙΑΣ