Η αζητησία της σταφίδος, η σπάνις κεφαλαίων, η έλλειψις πίστεως, η δυσαναλογία μεταξύ παραγωγής και καταναλώσεως, δεν είναι κυρίως τα αίτια της σταφιδικής κρίσεως, αλλά τα φαινόμενα ταύτα είναι αποτελέσματα. Κύρια δε αίτια είναι η μοναδική εις το είδος της αμεριμνησία και περί άλλα τυρβάζουσα αείποτε ελληνική πολιτεία, και η εκ ταύτης πηγάζουσα αμάθεια των παραγωγών, η έλλειψις παρ’ αυτοίς προνοητικού και οικονομικού πνεύματος, η άγνοια των μεταβολών αίτινες λαμβάνουσιν εκάστοτε χώραν εν ταις ξέναις αγοραίς σχετικώς προς τας παραγωγικάς προόδους των άλλων εθνών, η έλλειψις αμοιβαίας ειλικρινείας και αμοιβαίας πίστεως και συνεργασίας, η ροπή προς αθέμιτα κέρδη και η προς αλλήλους απιστία των συνεταιρικώς επιχειρούντων να εργασθώσι, το πνεύμα της απειθείας και των ερίδων εν τοις συνεργατικοίς σωματείοις, η έλλειψις τέλος γεωργικής, βιομηχανικής και εμπορικής ανατροφής και μορφώσεως. Καταστρέφει η φυλλοξήρα τους αμπελώνας της Γαλλίας ιδίως από του έτους 1872 και 1873 και άρχεται έκτοτε η ζήτησις σταφίδος δια τας ανάγκας της γαλλικής οινοποιίας και η κατανάλωσις σταφίδων ελληνικών και άλλων ανέρχεται εν Γαλλία βαθμηδόν από 7.320.000 χιλιόγραμμα εν έτει 1875 εις 98,805,000 εν έτει 1885.
Οι έλληνες των σταφιδοφόρων επαρχιών εμέθυσαν προ της ζητήσεως ταύτης κατέστρεψαν αγρούς γονίμους, κατέστρεψαν ελαιώνας, κατέστρεψαν τα μέσα της κτηνοτροφίας και μετά καταπληκτικής ταχύτητος φυτεύουσι σταφιδαμπέλους όσους ηδυνήθη έκαστος περισσοτέρους και αντί πάσης θυσίας. Εις το διάστημα αυτό αυξάνουσι σπουδαίως τα εισοδήματα των σταφιδοπαραγωγών, και εισέρχονται εκατομμύρια πολλά εις τας Πάτρας, εις το Αίγιον, εις τον Πύργον κλπ. αλλά τίς υπελόγισε τας κολοσσιαίας δαπάνας ας απήτει αφ’ ενός μεν η φύτευσις των αμπέλων, η ακαρπία των νεαρών αμπέλων μέχρι της ενηλικιώσεως αυτών, η καλλιέργεια αυτών και αφ’ ετέρου η ανάπτυξις των βιωτικών αναγκών των παραγωγών μέχρι σπατάλης εις τον ανώτερον βαθμόν, η βεβιασμένη και άνευ μέτρων πολυτέλεια, η οίησις των παραγωγών η παρακινούσα αυτούς εις το να μεταβάλλωνται από εργατικών ως πρότερον εις μεγάλους κυρίους, ώστε και 5 στρέμματα αν είχε τις σταφιδάμπελον να μη καταδέχεται πλέον να εγγίση την αξίνην και να ζητή δι’ εργατών ημερομισθίων άνευ επιβλέψεως και με τρελλά και αλογάριαστα ημερομίσθια να καλλιεργή αυτάς. Τας πρότερον τυλλώδεις χείρας εκάλυπτον ήδη τα γάντια, αί κυρίαι και τα κοράσια ήθελον να απομιμώνται τας των μεγάλων πόλεων πλουσίας κυρίας, οι υιοί εσπατάλων όσον έκαστος ηδύνατο, ηγόραζον αντικείμενα εκ της αγοράς χωρίς ποτέ να ασχολώνται οι μεγάλοι ούτοι πλούσιοι να υπολογίζωσι την τιμήν αυτών, εις σημείον μάλιστα ώστε πολλάκις να μη καταδέχωνται ούτε να ζητώσι και τα ρέστα κατά την πληρωμήν εις τον έμπορον. Η πολυτέλεια, η σπατάλη και η έλλειψις οικονομικού πνεύματος ώθει τους πλείστους εις αφειδή και ασυλλόγιστον χρήσιν των δανείων. Επωλείτο η σταφίς, διήρχοντο εκ των χειρών αυτών τα πλούτη και ταχέως εξηφανίζοντο
χωρίς να ληφθή μέριμνα ούτε περί πληρωμής τόκων και τοκοχρεωλυσίων ούτε περί των αναγκών δια την του επιόντος έτους καλλιέργειαν, δάνεια επί δανείων και αφ’ ου της Εθνικής Τραπέζης εξήντλησαν, όσον ηδυνήθησαν την προς αυτούς πίστιν, παρεδόθησαν εις τους τοκογλύφους και εις τους τοκογλυφοεμπόρους και είδομεν ούτω εμπόρους μη έχοντας ούτε οβολόν και μηδέποτε εργασθέντες εις άλλο τι ειμή εις την εκμετάλλευσιν ανοήτων παραγωγών και εις τους υπολογισμούς τόκων συνθέτων και πολυσυνθέτων γενομένους εις βραχύ χρονικόν διάστημα εκατομμυριούχους και τους παραγωγούς δυστυχεστάτους ανθρώπους και πωλημένους εις τους τοκογλύφους.
Δεν απέμεινεν δε εις τους τελευταίου τούτου ειμή αι έξεις της πολυτελείας, η φυγοπονία και αι τάσεις αι δανειστικαί εις τρόπον, ώστε το παν να αναμένωσιν εκ των δανείων ζητούντες να σωθώσιν εκ της ολεθρίας δι’ αυτούς και υπό κακούς όρους συνδρομής των κεφαλαίων άτινα αυτοί οι ίδιοι παρήγαγον και αίτινα κατά μηχανισμόν τινα περίεργον περιήλθον εις χείρας άλλων. Πώς τώρα να αντέχωσι κατά της κρίσεως; Αλλά αυτά τα γνωρίζομεν, επέρασαν πλέον, τι να λέγωμεν πλέον θα μοι είπη τις; Αλλά πρέπει να τα λέγωμεν και να τα επαναλαμβάνωμεν και να τα μελετώμεν, διότι εκ των σφαλμάτων του παρελθόντος δυνάμεθα να πορισθώμεν μαθήματα δια το μέλλον και να αλλάξωμεν το σύστημα της ενεργείας και να είμεθα προνοητικώτεροι. Εις το μεταξύ επήλθον μεταβολαί και πρόοδοι εις την αμπελουργικήν κατάστασιν ου μόνον της Γαλλίας, αλλά και ολοκλήρου του κόσμου και ημείς διατελούμεν εν αγνοία των μεταβολών τούτων ή τουλάχιστον δεν τροποποιούμεν και ημείς τας ενεργείας ημών συμφώνως προς την νέαν αυτήν των πραγμάτων κατάστασιν. Ημείς εμείναμεν πάντοτε αδιάφοροι και αμετάβλητοι προ της νέας καταστάσεως, ην παρασκευάζει από πολλών ετών η Γαλλία ανακτώσα δια των αμερικανικών κλημάτων των αντεχόντων εις την φυλλοξήραν, τους καταστραφέντας εκ του εντόμου τούτου αμπελώνας, ουδεμίαν αίσθησιν ενοποίησε εγκαίρως εις τους Έλληνας το ότι η Γαλλία μετά της Αλγερίας και της Τύνιδος, όπου η αμπελουργία γιγαντιαίως προοδεύει, παράγει σήμερον και των αποικιών τούτων συμπεριλαμβανομένων ολικόν ποσόν οίνου ίσον προς το παραγόμενον εν Γαλλία προ της φυλλοξήρας.
Η Γαλλία παρά της οποίας εξ αγνοίας των πραγμάτων ηλπίζομεν μέχρις εσχάτων και ελπίζομεν εν επιπολαιότητι ακόμη και τώρα και δια το μέλλον, στενοχωρείται σήμερον αυτή η ιδία εκ της υποτιμήσεως των ιδίων αυτής προϊόντων και εκ του περιορισμού της καταναλώσεως των ιδίων αυτής οίνων και των οινοπνευμάτων και αιτία τούτου είναι εκτός των βαρυτάτων δασμών οίτινες κτυπώσι τους γαλλικούς οίνους εν Αγγλία (27 φρ. το εκατόλιτρον), εν Βελγίω (23 φρ.), εν Ολλανδία (42 φρ.), εν Σουηδία και Νορβηγία (40 φρ.), εν Δανία (28, φρ. 50), εν Γερμανία (25 φρ.), Εν Ρωσσία (97 φρ.), εν ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις (60 φρ.), διπλάσιοι δε και τριπλάσιοι δασμοί υπάρχουσι δια τους ευγενείς γαλλικούς οίνους, εκτός λέγω, της βαρείας ταύτης δασμολογίας εις τας άλλας χώρας των γαλλικών προϊόντων είναι και η πρόοδος της κατασκευής και της χρήσεως εντός της Γαλλίας του εκ μήλων οίνου, εξ ου καταναλίσκουσι σήμερον εκατομμύρια οικογενειών γαλλικών, αίτινες άλλοτε έπινον οίνους αμπέλων. Η Γαλλία σήμερον τοιούτον αισθάνεται τον εξωτερικόν συναγωνισμόν, ώστε ήρξατο να σκέπτηται και να ρίπτωνται μάλιστα ιδέαι και συμβουλαί περί του περιορισμού της περαιτέρω τάσεως δια νέας αμπελοφυτείας. Το προστατευτικόν πνεύμα, όπερ ορθώς ή εσφαλμένως ενισχύεται βαθμηδόν αντί να μειούται εις όλας τας χώρας, δημιουργεί μίαν νέαν κατάστασιν πραγμάτων ήτις επιβάλλει εις ημάς να σκεφθώμεν εμβριθέστερον περί του μέλλοντος των αμπελουργικών ημών προϊόντων. Πρέπει να γνωρίζωμεν ότι εν τη μεσημβρινή Ρωσσία επί τοσούτον προάγεται η αμπελουργία, ώστε επικρατεί η ιδέα ότι μετ’ ου πολύ θα εξάγη και αυτή εκατομμύριά τινα εκατολίτρων οίνου αντί να εισάγη ως μέχρι τούδε. Η Αργεντινή Δημοκρατία εν Αμερική παράγει ήδη και πωλεί οίνους παραπλησίους προς τους ισπανικούς εις τιμάς πολύ χαμηλάς.
Η Αυστραλία, η Καλιφρονία και χώραί τινες της Νοτίου Αμερικής, μέχρι τούδε εισάγουσαι οίνον, ήρξαντο δια της προόδου εν αυταίς της αμπελουργίας να μεταβάλλωνται εις χώρας οινοπαραγωγικάς. Τα κονιάκ της Καλιφορνίας εκτιμώμενα πολύ εν Αγγλία και εν Αμερική ήρχισαν να εξοντώνωσι τα Γαλλικά οινοπνεύματα εν ταις χώραις ταύταις. Αι οινοπαραγωγικαί χώραι υπολογίζουσιν ότι εξάγουσι σήμερον περί τα 14 εκατομμύρια εκατολίτρων οίνου, η δε πελατεία της καταναλώσεως αντί να αυξάνη, παρατηρείται ότι βαθμηδόν ελαττούται, αφ’ ου χώραι άλλοτε εξάγουσαι ξένους οίκους, ήρξαντο να γίνωνται οινοπαραγωγικαί.
Ώστε αν, ως ευκόλως εννοεί πας τις, η σταφίς ημών προσφερομένη ως φρούτον και δια μαγειρικήν χρήσιν δεν δύναται να επεκταθή εις νέας αγοράς μετά τοσαύτης ταχύτητος μεθ’ όσης απαιτείται, ίνα αποσοβήται εν τω μέλλοντι πάσα σταφιδική κρίσις, προσφερομένη αύτη δι’ οινολογικήν και οινοπνευματικήν χρήσιν εις εργοστάσια ξένων χωρών ή προσφερομένη υπό μορφήν οίνων ή οινοπνευμάτων κατασκευαζομένων εντός της Ελλάδος δεν θα γίνηται βεβαίως τόσον ευκόλως ανάρπαστος, διότι έχει ν’ αντιπαλαίη αφ’ ενός μεν κατά προστατευτικών δασμολογίων ευνοϊκων δια τα εγχώρια προϊόντα, δια το εξ αμυλωδών υλών, λ.χ. οινόπνευμα, όπερ καίτοι κατωτέρας ποιότητος θα ζητώσιν οι παραγωγοί γεωμήλων, τεύτλων και σπόρων εν ταις βορειναίς χώραις της Ευρώπης παρά των Κυβερνήσεων αυτών να προστατεύηται, αφ’ ετέρου δε έχει να αντιπαλαίη κατά προϊόντων παραπλησίας φύσεως εν άλλαις χώρες παραγομένων εις μείζονα ποσά συν τω χρόνω, αφού η αμπελουργία ποιείται αλλαχού προόδους.
Είναι λοιπόν φανερόν ότι εις τον ανταγωνισμόν αυτόν εν τη παγκοσμίω αγορά το ισχυρότερον όπλον δι’ ου δύνανται να αντιπαλαίωσι καρτερώς και νικηφόρως τα αμπελουργικά προϊόντα θα είναι ου μόνον η υπεροχή κατά ποιότητα αλλά και η ευθηνία. Θα νικώσι τουτέστι πάντοτε εκείνα τα προϊόντα, άτινα θα παράγωνται δι’ όσον το δυνατόν ολιγωτέρων κατά μονάδα δαπανών και θα στοιχίζωσι μέχρι της αγοράς της καταναλώσεως ολιγώτερον κατά μονάδα, χωρίς η ποιότης αυτών να είναι κατωτέρα της των αντιπάλων ειδών.
Τα προκαταρκτικά λοιπόν αντικείμενα της συζητήσεως επί της σταφιδικής κρίσεως δέον να είναι μελέται εμβριθείς, λεπτομερείς και πεφωτισμέναι επί του ποσού και του ποιού των καταναλισκωμένων μέχρι τούδε αμπελουργικών προϊόντων εν ταις ξέναις αγοραίς, μεθ’ ων θέλομεν να σχετισθώμεν, επί των τιμών εις ας πωλούνται ταύτα, επί των οικονομικών συνθηκών, υφ’ ας παράγονται και κυκλοφορούσιν, επί της σχέσεως, ήτις υφίσταται μεταξύ της ζητήσεως και της προσφοράς αυτών επί τη βάσει της κινήσεως των τελευταίων ετών, επί των αναγκών της καταναλώσεως τοιούτων και μέχρι τίνος βαθμού ελπίζεται η ανάπτυξις της καταναλώσεως τοιούτων προϊόντων. Ακολούθως πρέπει να μελετηθώσι καλώς αι δαπάναι της καλλιεργείας και της παραγωγής εν γένει της σταφίδος παρ’ ημίν και μέχρι τίνος σημείου και δια τίνων μέσων δυνάμεθα να ελαττώσωμεν τας δαπάνας ταύτας, ώστε η μονάς της σταφίδος να στοιχίζη εις τον παραγωγόν ολιγώτερον παρ’ ό,τι μέχρι τούδε και τέλος να μελετηθώσιν εν λεπτομερεία και όσον το δυνατόν ακριβέστερον αι δαπάναι της εγκαταστάσεως οινοστασίων σταφίδος και οινοπνευματοποιείων εν Ελλάδι και αι δαπάναι αι απαιτούμεναι προς μεταφοράν και εισαγωγήν των προϊόντων της βιομηχανίας ταύτης εις τας ξένας αγοράς και αι δαπάναι των ενεργειών προς διάδοσιν των προϊόντων τούτων εις τας αγοράς άλλων χωρών.
Όταν ταύτα διευκρινιθώσι καλώς, τότε θα σχηματισθή ιδέα τις οπωσδήποτε πεφωτυισμένη περί των απαιτουμένων κεφαλαίων δια τοσαύτας επιχειρήσεις, οπότε μένει να σκεφθώμεν περί του πόθεν δύνανται να προσέλθωσι τα κεφάλαια και δια ποίων μέτρων και δια ποίου οργανισμού τα κεφάλαια ταύτα θα ευρίσκωνται εν ασφαλεία, διότι όπου προσδοκάται κέρδος και όπου υπάρχει ασφάλεια, εκεί τα κεφάλαια τρέχουσι και αφ’ εαυτών και εξευρίσκονται· ουχί δυσχερώς· αλλ’ όπου υπάρχει σκότος, αμάθεια, επιπολαιότης και άγνοια των αναγκών μιας επιχειρήσεως εν ταις λεπτομερείαις και όπου η ασφάλεια είναι αμφίβολος, εις μάτην επικαλείσθε τα κεφάλαια, διότι ταύτα ή αποφεύγουσι εντελεώς να εισέλθωσιν εις την επιχείρησιν ή εισέρχονται αντί υπερόγκων τόκων καταστρεπτικών δια την επιχείρησιν.
Σ. Χασιώτης