ΛΥΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
λέμου διετήρησα εντίμως και οι γεωργοί Έλληνες σπείρουν και θερίζουν περί τάς πύλας του καστελλίου· και συγχρόνως με προστάζουν να εκστρατεύσω και με 500 και ότι εγώ εκστράτευσα και ήδη εκστρατεύω με πολλά περισσοτέρους· ή σφάλλω διότι εξώδευσα τα εθνικά χρήματα εις τάς χρείας του έθνους;
Σφάλλω βέβαια διότι κάμνω περισσότερον από την αναλογίαν μου και από την δύναμίν μου· σφάλλω διότι 140 χιλιάδες γρόσια όχι όλο εισοδήματα εθνικά, αλλά και εβγαλμένα με μύριους τρόπους από τους καλούς μου πατριώτας, και εξ αυτών εδόθησαν 10 χιλιάδες γρόσια εις τους καπιταναίους της Ρούμελης, εξ αυτώ επληρώθη ολόκληρος ο έρανος της Βοστίτζης, εξ αυτών εστάλησαν υστάτως 10 χιλιάδες γρόσια διά τα πλοία, διετήρησαν και διατηρώσι εις αέναον κίνησιν το μεγαλύτερον και τακτικώτερον σώμα της Πελοποννήσου, τρεφόμενον πρεπόντως και πληρωνόμενον δικαίως, χωρίς να σύρεται επ΄ ελπίδι λεηλασίας.
Σεβάσιμιοι και νόμιμοι παραστάται του έθνους, ο δούλός σας είμαι στρατιώτης αποφασισμένος να εκτελέσω τα χρέη μου καθ΄ όλην την έκτασιν των καθηκόντων του επαγγέλματός μου. Τα τοιαύτα με λυπούν μέν, δεν απομακρύνουν όμως τον ζήλόν μου. Η πικρά απόκρισις του Εκτελεστικού εις την ιστορικήν αναφοράν των πρακτικών μου μου έδωσεν αιτίαν να παραπονεθώ εις το Σεβαστόν Σώμά σας και σας παρακαλώ να ευρήτε τον τρόπον να μη λαμβάνω αδίκως πειράξεις και εις κάθε περίστασιν να υπερασπισθήτε την στρατιωτικήν μου υπόληψιν. Να φροντίσετε να υπερασπίζωνται οι καλοί, διά να μη ελαττούται ο έντιμος ζήλός των και να επαυξάνη η αυθάδεια των κακών. Περί των όσων έτρεξαν και τρέχουν εδώ μετά τον ερχομόν μας σάς έγραψε πάντα εκτεταμένα ο διά νόμου διωρισμένος εις την ενέργειαν και εκτέλεσιν αυτών των πραγμάτων κύριος Ανδρέας Ζαΐμης. Σάς γράφει όμως με εκείνο το ύφος οπού συγχωρείται εις το πολιτικόν του υπούργημα. Ο δούλός σας όμως με στρατιωτικόν ύφος σάς αναφέρω ότι τα πράγματα πηγαίνουν πολλά κακά, επειδή, αφ΄ ού ήλθομεν, και αδιαφόρως και ευτάκτως κατεπαύσαμεν τον εμφύλιον πόλεμον. Ο Σισίνης, όχι διότι το πιστεύει αλλά διότι τον συμφέρει, διεκήρυξε ότι ήλθομεν να τον σκοτώσωμεν και να κατακτήσωμεν την Γαστούνην. Εσύναξε 500 στρατιώτας και κάθεται κλεισμένος εις την οικίαν του, ωσάν να είναι ιδιόκτητον πριγκιπάτον του. Τούτο, εκτός οπού αυτός δεν το πιστεύει, και ότι είναι ανήκουστον ψεύδος φανερώνεται, ότι, όταν εγώ ήλθον εδώ διά τρεις ημέρας κατά σειράν, ήτον με 10 ανθρώπους. Ο δούλός σας, διά να μην τον ταράξω την ασθενούσαν φαντασίαν του και τάς παραλόγους υποψίας του, ούτε εγώ εμβήκα εις την Γαστούνην, ούτε στρατιώτην έστειλα.
Πώς λοιπόν ήτον δυνατόν να υποπτεύση ή να πιστεύση αυτός αυτά τα πράγματα; Αλλ΄, επειδή εστοχάσθη διά να γίνη δούξ Δί Γλάρ, καθώς προλαβόντως έλεγε εις τούτους τους είλωτας, έκαμε και κάμνει αυτάς τάς προσποιήσεις. Και το ουσιωδέστερον, επειδή συμφώνως θέλοντας να καταρροφήση όλην την δευτέραν δόσιν των εθνικών προσόδων της επαρχίας Γαστούνης μαζί με άλλους, δεν θέλει να δώση ούτε σπειρί γέννημα εις το Μεσολόγγι. Και επειδή όλα τα γεννήματα είναι πέραν του ποταμού, όπισθεν της Γαστούνης, διά τούτο εσύναξε αυτούς τους στρατιώτας, έκραξε εις την συμμαχίαν του και τον Κολιόπουλον, οπού, αν θελήσωμεν μη δίδοντάς μας γεννήματα να τα κατεβάσωμεν εις το λιμένα με βίαν, να μας κόψη τον δρόμον. Τούτο προειδότες ημείς αποστείλαμεν μέρος των απτοήτων Σουλιωτών και άλλων Πελοποννησίων όλους 300 και επροκαταλάβαμεν την Γαστούνην. Ο σατράπης καταταράχθη, αλλά τί εδύνατο να κάμη; Ημείς ελάβομεν μέν τα χρειαζόμενα μέτρα, δεν εδώσαμεν όμως, μήτε θέλει δώσωμεν ποτέ, την παραμικράν αιτίαν εμφυλίου πολέμου. Ας ηξεύρη το Σεβαστόν Βουλευτικόν