Επί του νώτου : Αρ. 899. (Αρ. 104). Αναφορά των επιστατών των προσόδων της επαρχίας Τριπολιτζάς, ζητούντων ή να κατέβη η ποσότης των διορισθέντων 30 χιλιάδων του εράνου της επαρχίας των ή να υποχρεωθούν και τα λοιπά εννέα χωρία να έμβουν εις τον κατάλογον, διά να μην επιφορτισθή ο έρανος εις τα άλλα χωρία, διότι και εκείνα είναι δυστυχισμένα.
Προς το Υπουργείον των Εσωτερικών. Να διατάξη τον έπαρχον να κάμη τον κατ<ά>λογον του εράνου τόσον αυτών όσον και των Ομερτζαούση και Αγιοσώστη· και να αναφέρη.
Τριπολ., 2 Ιουλίου 1823 Ο Γραμμ. του Συμβουλίου
Γεώργιος Γλαράκης
33
Παράκλησις ηγουμενοσυμβουλίου της Μονής Αγίας Λαύρας όπως τύχουν παρατάσεως εις προθεσμίαν εξοφλήσεως συναφθέντος χρέους διά την επισκευήν της Μονής Αγίου Γεωργίου Κουδουνά.
Προς το σ. Συμβούλιον των εξοχωτάτων Υπουργών
Αναφέρομεν ημείς οι υπογεγραμμένοι πατέρες της Μονής της Αγίας Λαύρας ότι πρό της επαναστάσεως, διατρίβων ο συναδελφός μας προηγούμενος Αρσένιος εις Κωνσταντινούπολιν, επειδή έλαβε χρείαν διά τον ανακαινισμόν του μοναστηρίου του Αγίου Γεωργίου Κουδουνά, εδανείσθη από τον ευγενέστατον κύρ Αναγνώστην Δεληγιαννόπουλον γρόσια δεκατρείς χιλιάδας· ομοίως μετά ταύτα ο διάδοχος του προηγούμενου Αρσενίου εδανείσθη άλλας δύο χιλιάδας από την ευγενίαν του.
Τώρα, μετά την επανάστασιν, ενώ η κατάστασις του μοναστηρίου σχεδόν απωλέσθη, καθότι τα μετόχιά μας κατηργήθησαν, αι σταφίδες μας εις Πάτραν εχάθησαν, οι στρατιώται δεν απολείπουν καθημερινώς διαβαίνοντας άνω και κάτω· και εν γένει το μοναστήριόν μας κατήντησεν εις ανοικονομησίαν, καθώς είναι και τοίς πάσι γνωστόν, ώστε δεν προφθάνομεν τα καθημερινά έξοδα. Εν τούτοις ευρισκόμενοι, βλέπομεν διαταγήν της Σεβ. Διοικήσεως διά μέσου των σεβ. υπουργείων, του τε των Εσωτερικών και της Θρησκείας, διατάττουσαν να πληρώσωμεν ανυπερθέτως την ευγενίαν του. Ταύτην την σφοδράν διαταγήν ιδόντες εξέστημεν άπαντες, μη ειδότες το πρακτέον. Καθότι, αν ήθελε μας τα ζητήσει προ της επαναστάσεως, εγίνετο οικονομία και τα εδίδαμεν· τώρα όμως εις το μοναστήριον μόνον τα τείχη έμεινον· και αν έχωμεν και ημείς να λαμβάνωμεν από κανέν μέρος, ουδέ τα όμματά των στρέφουν να μας ιδούν. Εις τοιαύτην απορίαν και αδυναμίαν ευρισκόμενοι έγνωμεν καταφυγήν εις τα φιλόστοργα σπλάγχνα της κοινής ημών μητρός, της Σεβ. Υπερτ. Διοικήσεως· και να εκτραγωδήσωμεν την αθλιότητα και στενοχωρίαν μας και να ζητήσωμεν την δικαίαν και φιλάνθρωπον ανοχήν της, τουλάχιστον ώστε να εκδοθή νόμος δοσοληψίας, και διά να δυνηθώμεν και ημείς να λάβωμεν όσα μας χρεωστούν. Να πληρώνωμεν, το τοιούτο μας είναι μέγα και ανοικονόμητον βάρος και απελπισίας παραίτιον. Προσέτι, θαρρούντες και εις το φιλογενές και φιλοδίκαιον έλεος της Σεβ. Υπερτ. Διοικήσεως, νομίζομεν ότι ουδέ προς αυτήν είναι ανεκτόν. Ταύτα