Skip to content Skip to footer

Ο Μακρύς 19ος αιώνα

Τον αιώνα αυτό γίνεται η κρυστάλλωση της εθνικής συνείδησης  του νεότερου Ελληνισμού. Ξεκινά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, όταν με την κίνηση του νεοελληνικού διαφωτισμού σηματοδοτείται μία διαδικασία εθνικής αφύπνισης και κλείνει το 1922, όταν η Μεγάλη Ιδέα πνίγεται στο λιμάνι της Σμύρνης και το εθνικό κέντρο μετατοπίζεται από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα.

Κατά την περίοδο 1828-1850, την πρώτη εικοσαετία του ελεύθερου βίου του νεοελληνικού Κράτους, η αύξηση της σταφιδοκαλλιέργειας ήταν αλματώδης και ενώ τα έσοδα από την σταφίδα το 1823 προϋπολογίστηκαν σε 56.000 γρόσια, στον ισολογισμό διαχειρίσεως του 1829 φέρεται να εισπράχθηκαν από αυτή την αιτία 483.891,90 γρόσια και το επόμενο έτος 800.000 γρόσια. Όσο για τις σταφιδοκαλλιεργούμενες εκτάσεις, μέχρι το 1850, εξαπλασιάστηκαν και συνέχισαν να αυξάνουν. Συγκεκριμένα το 1833 το 8,67% της καλλιεργήσιμης γης ήταν άμπελοι και σταφιδάμπελοι, ενώ το 1850 έφθασαν το 51,05%, το 1851 το 61,50% και το 1861 το 70,65%. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας 1860 η σταφιδοκαλλιέργεια στην Πελοπόννησο είχε επεκταθεί σε 120-150.000 χιλιάδες στρέμματα, που μέχρι τότε ήταν ακαλλιέργητα και με την προσάρτηση των Ιονίων Νήσων (1864) προσετέθη και η δική τους παραγωγή και το σύνολο της σταφίδας, που παραγόταν στην ελληνική επικράτεια ξεπέρασε τα 100 εκατομμύρια ενετικές λίτρες και συνεχώς αύξανε. Χαρακτηριστικά, το 1882 η συνολική σταφιδοπαραγωγή της χώρας έφθασε τους 117.000 τόνους, το 1884 τους 129.268 τόνους και το 1886 τους 123.000 τόνους.

Η ζήτηση στην ευρωπαϊκή αγορά ήταν μεγάλη και η αγροτική παραγωγή της Πελοποννήσου προσδέθηκε στη συγκυρία αυτή. Τα λιμάνια του Λονδίνου, του Λίβερπουλ, της Μασσαλίας, της Τεργέστης, του Άμστερνταμ και της Οδησσού αποτελούσαν προορισμό των πλοίων, που έφευγαν φορτωμένα με σταφίδα από τα λιμάνια των Πατρών, του Κατακώλου, του Αίγιου, της Καλαμάτας και της Ζακύνθου. Από εκεί το προϊόν διοχετευόταν οδικώς ή σιδηροδρομικώς στα μεγάλα αστικά κέντρα, προκειμένου να καταναλωθεί σαν ξηρός καρπός, για την κατασκευή πουτίγκας και σταφιδόψωμου ή πιροσκί, σαν υλικό ζαχαροπλαστικής και από το 1850 και μετά, και για την παρασκευή φθηνού σταφιδίτη οίνου και άλλων οινοπνευματωδών ποτών.

Η σταφίδα λοιπόν αναδείχθηκε στο κυριότερο εξαγωγικό προϊόν του Ελληνικού Κράτους, που κάλυπτε το 80-85% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της χώρας. Η μεγάλη ζήτησή της είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση της Ελλάδας ως χώρας μονοεξαγωγικής, με δυσκίνητη και εύθραυστη οικονομία, αφού εξαρτάτο από ένα μόνο προϊόν, με το οποίο συμμετείχε στην διεθνή αγορά, “όπως η Βραζιλία με τον καφέ”, κατά την υπαινικτική φράση του καθηγητή Ξεν. Ζολώτα. Αντίθετα, η παραγωγή άλλων αγροτικών προϊόντων (δημητριακά, αραποσίτι, λάδι) λειτούργησε αντιστρόφως ανάλογα.

Ένας  από τους πρώτους Έλληνες γεωπόνους και σύμβουλος του Κυβερνήτη σε γεωργικά θέματα, ήταν ο Χριστόφορος Κρατερρός, ο οποίος το 1829 δημοσίευσε μία ενδιαφέρουσα έκθεση, όπου απεδείκνυε, ότι η σταφιδοκαλλιέργεια ήταν ασύμφορη, σε σύγκριση με την καλλιέργεια γεωμήλων, σιτηρών, κ.λπ. και επεσήμανε, ότι η αλόγιστη επέκτασή της θα κατέληγε επί ζημία των καλλιεργητών. Παρ’ όλα αύτα, και παρά τις παραινέσεις του Κυβερνήτη και το υψηλό καλλιεργητικό κόστος, οι κάτοικοι του νομού Αχαΐας επιδόθηκαν με ζήλο στην σταφιδοκαλλιέργεια, αδιαφορώντας για το ότι το αμπέλι αρχίζει να καρποφορεί πολύ αργά και φθάνει σε πλήρη καρποφορία μετά το δέκατο έτος και η καλλιέργειά του απαιτεί πολλές και εξειδικευμένες εργασίες, που λόγω της απουσίας μηχανικών μέσων, δέσμευαν πολλά εργατικά χέρια. Κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Φεβρουάριο μέχρι και τον Αύγουστο κάθε έτους παρατηρείτο ιδιαίτερα μεγάλη ζήτηση εργατικών χειρών και ενόψει και της μόνιμης έλλειψής τους, τα αγροτικά ημερομίσθια ανέβαιναν, ανάλογα και με τις συγκυρίες και τις ειδικές γνώσεις κάθε εργάτη και επιβάρυναν την καλλιεργητική δαπάνη, η οποία μετά το 1856 επιβαρύνθηκε κι άλλο από την χρήση του θειαφιού. Η αύξηση δετών σταφιδοκαλλιεργούμενων εκτάσεων συνοδεύτηκε από έναν εσωτερικό «αγροτικό εποικισμό», δηλαδή την κάθοδο μεγάλου τμήματος ορεινών πληθυσμών προς τις πεδιάδες.

Πολύ νωρίς η Πάτρα έγινε το κατ’ εξοχήν εξαγωγικό κέντρο της σταφίδας, που παραγόταν σε 66 συνολικά σταφιδοπαραγωγά κέντρα της Αχαΐας και των γειτονικών περιφερειών Ήλιδας και Αιγίου, της Αιτωλοακαρνανίας και της Μεσσηνίας, ενώ ο ρόλος του λιμανιού του Αιγίου και του Κατακώλου ήταν συμπληρωματικός. Το δίκτυο  απαρτίστηκε από πόλεις – σκάλες (Αίγιο, Κόρινθος, Ναύπακτος, Μεσολόγγι, Καλαμάτα), όπου συγκεντρωνόταν η παραγωγή της ενδοχώρας και οργανωνόταν η αποστολή της στην Πάτρα, μέσω θαλάσσης, με μικρά ιστιοφόρα. Εκεί υπήρχαν μεσίτες, παραγγελιοδόχοι, αποθηκάριοι και αντιπρόσωποι, που φρόντιζαν για τη ροή του προϊόντος προς τον μεγαλοεξαγωγέα των Πατρών. Χαρακτηριστικα, το 1856 το 99,8% της ολικής σταφιδοπαραγωγής εξήχθη από το λιμάνι των Πατρών.

Το εμπόριο της σταφίδας ελεγχόταν, τουλάχιστον μέχρι το 1840, από αγγλικούς εμπορικούς οίκους, που κινούνταν απευθείας ή δέχονταν σε παρακαταθήκη τις αποστολές του προϊόντος, μέσω των θυγατρικών τους οίκων στην Πάτρα ή των ελληνικών εμπορικών οίκων με τους οποίους συνεργάζονταν. Οι εν λόγω σταφιδικοί οίκοι χρηματοδοτούνταν καθ’ ολοκληρία από ξένες τράπεζες και εμπορικές επιχειρήσεις και το ίδιο συνέβαινε και με τις ελληνικές σταφιδεμπορικές επιχειρήσεις, που είχαν στηρίγματα στο εξωτερικό. Από τα μέσα όμως του αιώνα αρχίζει να είναι υπολογίσιμη και η παρουσία των Ελλήνων σταφιδεμπόρων, που με την πάροδο του χρόνου διεύρυναν σημαντικά τη συμμετοχή τους στην αγορά του προϊόντος αυτού.

Τα πρώτα χρόνια ο πιο σημαντικός οίκος, με πρακτορείο στην Πάτρα, ήταν ο οίκος “Green & Robison” ο οποίος μετά το 1843 υποσκελίστηκε από τον οίκο “Barff & Co” που διευθύνετο από τον Άγγλο πρόξενο Thomas Wood. Ο εμπορικός αυτός οίκος ιδρύθηκε στη Ζάκυνθο, το 1816, από τον Sammuel Barff και ασχολείτο και με τραπεζικές εργασίες. Το υποκατάστημα Πατρών ιδρύθηκε το 1829, με πρώτο διευθυντή τον George – William Crowe, πρόξενο της Αγγλίας στην πόλη. Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι διευθυντές του τοπικού υποκαταστήματος της εταιρείας αυτής ήταν οι πρόξενοι της Βρετανίας στην Πάτρα και ότι οι Barff ήταν ο τραπεζίτης του Λόρδου Βύρωνα και η εταιρεία του ανέλαβε να μεταφέρει την σορό του ποιητή στην Αγγλία.

Άλλες μεγάλες εταιρείες που ασχολούνταν με το σταφιδεμπόριο ήταν η “Ingate & Co” των Charles Ingate και Διονυσίου Μαλτέζου, που ιδρύθηκε το 1829 και διευθυντή τον Διονύσιο Μαλτέζο, ο οίκος Clarck και ο γερμανικός οίκος “Eels & Co” που ιδρύθηκε το 1847.

Τη δεκαετία 1850 η φυλλοξήρα έπληξε τους σταφιδαμπελώνες, με συνέπεια να προκληθεί μεγάλη κρίση στην αγορά της σταφίδας και να χρεοκοπήσουν πολλοί εύρωστοι εξαγωγικοί οίκοι, μεταξύ των οποίων ο οίκος «Clarck» το 1852 και «Ingate» το 1858. Βέβαια, οι πτωχεύσεις σταφιδεμπορικών οίκων ήταν συχνό φαινόμενο σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, λόγω των ευρωπαϊκών οικονομικών κρίσεων και των αρνητικών εξαγωγικών συγκυριών που προέκυψαν, κυρίως μετά το άνοιγμα των γαλλικών αγορών, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1880, οπότε το αδιάθετο πλεόνασμα ήταν πολύ μεγάλο, με συνέπεια την κατακόρυφη πτώση της τιμής του προϊόντος.

Στην αρχή της ίδιας δεκαετίας έγινε η πρώτη σημαντική προβολή της ελληνικής σταφίδας εκτός συνόρων (1851) στη Διεθνή Εμπορική Έκθεση του Λονδίνου, την επονομαζόμενη “Κάτοπτρον του Κόσμου” H έκθεση αυτή ξεκίνησε από μια φιλόδοξη ιδέα του πρίγκιπα Αλβέρτου, για την ανέγερση ενός γυάλινου παλατιού. Μετά την αποπεράτωσή του, οι Άγγλοι κάλεσαν όλα τα κράτη να εκθέσουν σε αυτό τα πιο σημαντικά προϊόντα και τεχνουργήματά τους. H έκθεση άνοιξε τις πύλες της 1η Μαΐου 1851 και λειτούργησε για έξι μήνες, ενώ ο αριθμός των επισκεπτών ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη. H Ελλάδα συμμετείχε με δικό της περίπτερο, στο κέντρο του κρυστάλλινου παλατιού, όπου περίοπτη θέση είχε η κορινθιακή σταφίδα, η οποία ήταν γνωστή στους Άγγλους για τις θρεπτικές της ιδιότητες. Επίσης, οι Έλληνες εκθέτες, που έφθαναν τους 35, παρουσίασαν καπνό, σύκα, κρασιά, σπόγγους, μάρμαρα, ορυκτά, διάφορες φορεσιές, μετάξι, κ.λπ. Σταφίδα παρουσίασε ο παλαιός σταφιδέμπορος της Αχαΐας, Ανδρέας Λόντος, ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς του προϊόντος. Πολλά από τα ελληνικά προϊόντα απέσπασαν βραβεία ωστόσο δεν γνωρίζουμε αν σε αυτά περιλαμβανόταν και η σταφίδα.

Το γυάλινο παλάτι, στο οποίο στεγάστηκε η Έκθεση, ήταν ένας χώρος επιφανείας 24 στρεμμάτων, που σε διάστημα λιγότερο από δύο χρόνια σκεπάστηκε με γυαλί, στήνοντας 3.300 σιδερένιες στήλες. Η Ελλάδα, λόγω της πρόσφατης απελευθέρωσής, δεν κατάφερε να εκθέσει τα καλύτερα από τα τεχνουργήματα που παρήγε εκείνη την εποχή. Η εικόνα, όμως, του περιπτέρου ήταν πολύ καλή, γι’ αυτό και βραβεύτηκαν αρκετά από τα φυσικά προϊόντα, που παρουσιάστηκαν. Είναι χαρακτηριστικό της σημασίας της όλης προσπάθειας και της εικόνας, που παρουσίαζε το ελληνικό περίπτερο, ότι ο φιλέλληνας ιερέας και καθηγητής της Ελληνικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Κάρολο Στρογκ, μόλις το επισκέφθηκε, αναφώνησε: «Καημένη Ελλάς! Ήρθες με απλό ένδυμα στον λαμπρό τούτο γάμο. Είσαι όμως η μητέρα όλου αυτού του άπειρου κόσμου!».

Επαινετικά ήταν και τα σχόλια του αγγλικού τύπου. H επίσημη εκπροσώπηση για την παρουσία της μαύρης σταφίδας στην Έκθεση, έγινε από τον Ανδρέα Λόντο. Τα παρασκήνια της ελληνικής συμμετοχής, όπως αποσπασματικά διασώζονται στο αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, παραπέμπουν σε συνηθισμένες ελληνικές πρακτικές. H αντιπροσωπεία έχασε το πλοίο, που θα τη μετέφερε έγκαιρα και για να μην αποκλειστεί, ζήτησε και έλαβε παράταση από τους Άγγλους υπευθύνους της Έκθεσης. Τελικά, όλα πήγαν καλά και στις 11 Οκτωβρίου 1851, καταληκτήριο ημέρα, όπως σχολιάζει ο λόγιος Στέφανος Ξένος, ανταποκριτής τότε στο Λονδίνο των εφημερίδων “Αμάλθεια” και “Αθηνά” ο οποίος ήταν παρών και ενώ οι χιλιάδες παρευρισκόμενοι ζητωκραύγαζαν “Σώσον κύριε την βασίλισσά μας”, ήταν εκεί και έδινε το δικό της παρόν και η ελεύθερη, πλέον, Ελλάδα.

Δυστυχώς, το αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών είναι φτωχό σε έγγραφα, σχετικά με το σταφιδεμπόριο και ένα του 1852, το οποίο υπογράφεται από τον Όθωνα, δείχνει της προσπάθειες που καταβλήθηκαν, ακόμα και από τον ίδιο τον Βασιλέα, για να αντιμετωπιστεί η κρίση του προϊόντος, με τη μείωση των εισαγωγικών δασμών στην Πρωσία και την Γερμανία.

ΌΘΩΝ

ΕΛΕΩ, ΘΕΟΥ

ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Επί τη προτάσει του Ημετέρου επί του Βασιλικού Οίκου και των Εξωτερικών Υπουργού, εγκρίνομεν να προσκληθεί ο παρά τη αυλή του Μεγαλειοτάτου Βασιλέως της Βαυαρίας Ημέτερος Έκτακτος Απεσταλμένος και Πληρεξούσιος Υπουργός Κύριος Κων. Σχινάς, να μεταβεί ειε Βερολίνον της Πρωσσίας, ίνα ενεργήσει τα δέοντα παρά τε τη Πρωσσική Κυβερνήσει, και παρά τω τελωνιακώ συνδέσμω της Γερμανίας, ίνα ελαττωθεί ουσιωδώς ο τον σταφιδόκαρπον της Ελλάδος επιβαρύνων σήμερον δασρός.

Ο Ημέτερος επί του Βασιλικού Οίκου και των Εξωτερικών Υπουργός θέλει ενεργήσει τα περαιτέρω προς εκτέλεση του παρόντος Διατάγματος.

Εν Αθήναις την 10 Ιουνίου 1852

(Υπογραφή του Όθωνος)

Πpos το επί των Εξωτερικών Υπουργείον”

H αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα ήταν αυτοκαταναλωτική και συγχρόνως εμπορευματική. Τα νοικοκυριά που ζούσαν σε αυτάρκεια θα πρέπει να ήταν εντελώς περιθωριακά, ενώ εκεί που εξαπλώθηκαν οι αμιγείς εμπορευματικές καλλιέργειες, ο οικογενειακός κλήρος δεν έπαψε να χρησιμοποιείται από τους χωρικούς, τόσο για την παραγωγή των εμπορευματικών προϊόντων όσο και για την παραγωγή των βασικών ειδών διατροφής τους. Για να γίνουν αντιληπτά τα παραπάνω πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο αγροτικός κλήρος στο νεοσύστατο νεοελληνικό Κράτος πήρε μικροσκοπικές διαστάσεις, αντίστοιχες προς τις οικονομικές δυνατότητες της μονάδας στην οποία “ανετέθη” η βασική παραγωγική διαδικασία, δηλαδή της οικογένειας. H αγροτική οικογένεια, κατά πλειοψηφία μονοεστιακή και σχετικά ολιγομελής, είχε περιορισμένες δυνατότητες σε εργατικά χέρια και καθώς έβγαινε πάμπτωχη από την Τουρκοκρατία και τον Αγώνα, αδυνατούσε να πραγματοποιήσει και την πιο μικρή επένδυση, για να αυξήσει την παραγωγικότητα του κλήρου της. Γενικότερα, το χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο της χώρας και η ανυπαρξία ακόμα και στοιχειωδών μορφών εκμηχάνισης στη γεωργία, ωθούσε σε ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση τον αγροτικό κλήρο σε μια εποχή όπου η διαθεσιμότητα ακαλλιέργητων γαιών επέτρεπε τη δημιουργία πολύ μεγαλύτερων αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Το αποτέλεσμα αυτό επετεύχθη μετά το 1871, όταν ψηφίστηκε ο Νόμος περί διανομής των “εθνικών γαιών” και η μέχρι τότε περίοδος θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μεταβατική, κατά την οποία ο Έλληνας αγρότης, παρ’ όλο που δεν είχε πάντοτε πλήρη δικαιώματα πάνω στη γη που καλλιεργούσε, συμπεριφερόταν σαν να ήταν πραγματικός ιδιοκτήτης.

Το 1871 άρχισε η διανομή των “εθνικών γαιών” στους καλλιεργητές τους και η Κυβέρνηση αναγνώρισε τις καταπατήσεις που είχαν γίνει και χορήγησε νόμιμους τίτλους σε περίπου 50.000 αγροτικές οικογένειες, εξομαλύνοντας έτσι ένα πρόβλημα, που χρόνιζε από την Επανάσταση. Το ότι ανάμεσα στο Κράτος και τους καλλιεργητές των “εθνικών γαιών” δεν παρεμβαλλόταν ένα στρώμα μεγαλοϊδιοκτητών, επέτρεπε στους αγρότες να αισθάνονται ως ανεξάρτητοι παραγωγοί και να δραστηριοποιούνται προς την κατεύθυνση των εντατικών καλλιεργειών. H έλλειψη, όμως, εφεδρικού εργατικού δυναμικού, επέβαλε την επικράτηση των μικρών οικογενειακών καλλιεργητικών μονάδων, ακόμα και εκεί που υπήρχαν μεγάλες ιδιοκτησίες. Κι έτσι οι νέες εμπορευματικές καλλιέργειες οργανώθηκαν στη βάση της μικρής παραδοσιακής μονάδας, ανεπτύχθη κατά θεαματικό τρόπο η αγροτική παραγωγή και έμεινε ελεύθερο το πεδίο δράσης του εμπορίου. H κυριαρχία, δε, της μικροϊδιοκτητικής αγροτικής μονάδας λειτούργησε ανασταλτικά στη δημιουργία μεγάλης παραγωγής και απαγορευτικά στη δημιουργία εργατικής τάξης στις πόλεις, καθώς δεν αποδέσμευε εργατικές δυνάμεις, που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν προς την βιομηχανία και σε γενικές γραμμές δεν ενθάρρυνε την αγροτική έξοδο.

Σημαντικές πληροφορίες για τη σταφιδαγορά στην περιοχή της Αχαΐας, τα καλλιεργητικά έξοδα, κ.λπ., κατά τη χρονική περίοδο 1850-1867, παρέχει ένα ενδιαφέρον υπόμνημα του “Εμπορικού Επιμελητηρίου Πατρών” και του Εμπορικού Συλλόγου του 1869. Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχονται σε αυτό το 1867 η τοπική παραγωγή σταφίδας έφθασε τα 141.71 0.000 ενετικά λίτρα (2.1 30 ενετικά λίτρα), δηλαδή ήταν διπλάσια από εκείνη του 1850 (72.860.000 ενετικά λίτρα) και η σοδειά του 1867 ήταν η καλύτερη από πλευράς ποιότητας παραγωγή. Υπολογίζεται ότι παράγονται 1.000 ενετικά λίτρα σταφιδοκάρπου ανά 1λίι στρέμματα και ότι η έκταση των κτημάτων, που καλλιεργούνταν με σταφίδα έφθανε τα 355.000 στρέμματα, ενώ το 1834 η επιφάνεια των κτημάτων, στα οποία καλλιεργείτο σταφίδα έφθανε τις 63.000 στρέμματα. Σημαντικός παράγων για την μεγάλη αυτή αύξηση της παραγωγής θεωρείται η ελάττωση του αγγλικού δασμού, ο οποίος είχε επιβληθεί στη σταφίδα που εισήγετο στην Βρετανία και από 41 σελίνια ανά αγγλικό στατήρα, που ήταν η τιμή ως μέχρι το 1834, μειώθηκε διαδοχικά, για να καταλήξει από το 1 860 σε 7 σελίνια ανά αγγλικό στατήρα, ενώ το 1886 η σταφίδα των Πατρών πουλήθηκε προς 1619 σελίνια ανά αγγλικό στατήρα, σε αντίθεση με της Βοστίτζας, που θεωρείτο καλύτερης ποιότητας και πουλήθηκε προς 20-25 σελίνια.

Πλέον του δασμού αυτού, η σταφίδα επιβαρύνετο με έγγειο φόρο 10,50 δραχμών ανά χίλιες ενετικές λίβρες και με δασμό εξαγωγής 5%. Οι τελευταίοι αυτοί φόροι παγιώθηκαν το 1858, ενώ προηγουμένως το ύψος τους καθορίζετο κατ’ έτος και κυμαινόταν, περίπου, στα ίδια επίπεδα.

Κατά το πρώτο Ελληνικό Δασμολόγιο, που ψήφισε το Βουλευτικό Σώμα της Α’ Περιόδου, στην συνεδρίαση της 28ης Ιουλίου 1824, η κορινθιακή σταφίδα επιβαρύνθηκε με εξαγωγικό δασμό 25 γροσίων κατά χιλιόλιτρο, το οποίο ισούτο προς 15,75 φράγκα.

Περί τα μέσα Μαρτίου 1829 ο Κυβερνήτης επισκέφθηκε διάφορες επαρχίες της Πελοποννήσου, για να αποκτήσει άμεση γνώση της πραγματικότητας. Κατά τη διαμονή του στην Κόρινθο του είπαν ότι λόγω της υπερτίμησης της σταφίδας, συνέπεια της μεγάλης ζήτησής της προς αγορές του εξωτερικού, οι Κορίνθιοι γαιοκτήμονες είχαν επιδοθεί με πολύ ζήλο στην επέκταση των σταφιδοκαλλιεργειών. Το γεγονός αυτό του προκάλεσε μεγάλη απορία και σε σχετική παρατήρησή του για την επιλογή αυτή των Κορινθίων, οι τελευταίοι του απάντησαν “δίδομεν μίαν φουκταν σταφίδα, Υπερυψηλότατε, και πέρνομεν ένα σακκί τάλληρα”. Οπότε ο διορατικός Καποδίστριας τους αντείπε “προσέξατε με τον δρόμον που επήρατε, μήπως έτσι η ημέρα που θα δίδετε ένα σακκί σταφίδα και δεν θα παίρνετε ούτε ένα τάλληρον”. Το σχόλιο του Κυβερνήτη επιβεβαιώνει πόσο αλόγιστη και επικίνδυνη ήταν η επέκταση της καλλιέργειας ενός αγροτικού προϊόντος που εξαρτόταν άμεσα από ένα σωρό εσωτερικές και διεθνείς συγκυρίες, όπως επεσήμανε τότε και ο Γρηγόριος Παλαιολόγος, ένας από τους πρώτους Έλληνες γεωπόνους, ο οποίος συνιστούσε αυτοσυγκράτηση στην αύξηση της παραγωγής, αλλιώς θα διασαλευόταν η ισόρροπη σχέση προσφοράς και ζήτησης και θα οδηγούνταν οι τιμές σε πτώση, κάτι που συνέβη αρκετές φορές.

Από το ίδιο έγγραφο του Εμπορικού Συλλόγου Πατρών, προκύπτει ότι το 1869 ο μέσος όρος των εξόδων καλλιέργειας ανά στρέμμα έφθανε τις 49-50 δραχμές, ενώ το 1841 έφθανε τις 40 δραχμές και η κατάσταση των καλλιεργειών χαρακτηρίζεται οικτρή λόγω της ένδειας των παραγωγών, που αναγκαστικά ελάττωσε το ενδιαφέρον τους, με συνέπεια οι καλλιέργειες να παρουσιάζουν κακή εικόνα και πολλές σταφιδάμπελοι να έχουν μείνει ακαλλιέργητες. Δηλαδή, οι φόβοι του Κυβερνήτη, δεν πέρασαν πολλά χρόνια και επαληθεύτηκαν, εξ’ ου και η απεγνωσμένη υπόδειξη για βελτίωση της κατάστασης των παραγωγών, ώστε να αποτραπεί η αντικατάσταση των καλλιεργειών δημητριακών με σταφιδοκαλλιέργειες.

Η παραγωγή του 1867 ήταν πολύ μεγάλη, ενώ του επομένου έτους χαρακτηρίζεται κανονική και ο γενικός μέσος όρος της τιμής της σταφίδας το 1868 έφθασε τις 107 δραχμές τα 1.000 ενετικά λίτρα και στην Πάτρα τις 130 δραχμές, τα δε καλλιεργητικά έξοδα σε 123 δραχμές ανά 1.000 ενετικά λίτρα πλέον τόκων, κ.λπ. Ως εκ τούτου η συνέχιση της σταφιδοκαλλιέργειας καθίστατο πλέον ασύμφορη, λόγω υπερπαραγωγής που μείωνε τις τιμές και μοναδική ελπίδα διαφαίνετο η συγκρατημένη μείωση της παραγωγής, οπότε, ενόψει της εξασφαλισμένης αγγλικής κυρίως αγοράς, θα προέκυπτε αύξηση των τιμών.

Δηλαδή και κατά τον Εμπορικό Σύλλογο Πατρών, όπως και κατά τον Καποδίστρια, τον Κρατερό και τον Παλαιολόγο, το μέγεθος της παραγωγής ήταν ο πρωταρχικός παράγων, που επηρέαζε τη διαμόρφωση της τιμής και δημιουργούσε κρίση στο σταφιδεμπόριο. Η κρίση αυτή, όπως είναι φυσικό, προκαλούσε κλίμα ηττοπάθειας στην αγορά και ανάγκασε πολλούς παραγωγούς να εξάγουν μόνοι τους την σταφίδα, που παρήγαγαν, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι, εκτός από τους κινδύνους της παραγωγής και αυτούς του εμπορίου.

Ένας άλλος βασικός λόγος απότομης πτώσης της τιμής της σταφίδας, ιδίως τις πρώτες δεκαετίες μετά την Απελευθέρωση, ήταν η τακτική των μικροκεφαλαιούχων – σταφιδεμπόρων, οι οποίοι, μην μπορώντας να κρατήσουν δεσμευμένα για πολύ τα κεφάλαιά τους, μόλις έστελναν το φορτίο και πολλές φορές ακόμα και πριν το στείλουν, εξέδιδαν συναλλαγματικές επί των ανταποκριτών τους στην Αγγλία, που ήταν κι αυτοί Έλληνες έμποροι, χωρίς μεγάλα κεφάλαια και προχωρούσαν αμέσως στην πώλησή του. Όσο, όμως, οι ποσότητες αυξάνουν, τείνουν να επικρατήσουν κάποιοι γενικοί κανόνες, οι οποίοι σηματοδότησαν τον νεωτερισμό που έφερε η δεκαετία 1860 και περιόρισαν σημαντικά τη δύναμη των μεγάλων εξαγωγικών οίκων. Δηλαδή, οι τελευταίοι δεν μπορούσαν, πλέον, να επιβάλουν τους όρους τους, με την ευκολία που αυτό γινόταν μερικά χρόνια πριν. Χαρακτηριστική η περίπτωση του μεγάλου εξαγωγικού οίκου των Πατρών “Barff & Co” ο οποίος το 1860, εκμεταλλευόμενος την χρεοκοπία του κύριου ανταγωνιστή του εξαγωγικού οίκου “Ingate & Co” εκδήλωσε μονοφωνιακές διαθέσεις και επιχείρησε να επιβάλει στην αγορά της σταφίδας εξευτελιστικές τιμές (125-160 φράγκα τα 1.000 λίτρα), στις οποίες αντέδρασαν οι Έλληνες έμποροι, που βάλθηκαν αμέσως να αγοράζουν σε υψηλότερες τιμές (265-325 φράγκα τα 1.000 λίτρα) και, τελικά, υποχρεώθηκε, θέλοντας και μη, να ακολουθήσει κι αυτός.

Επίσης, την κερδοσκοπία ευνοούσε η ανυπαρξία αποθηκευτικών χώρων. Ενώ αφ’ ότου άρχισαν να κτίζονται αποθήκες, για την τοποθέτηση του σταφιδοκάρπου, όπως οι σαράγιες στα Επτάνησα, οι παραγωγοί έπαψαν, πλέον, να είναι υποχείριοι των εμπόρων, που τους έπαιρναν το προϊόν σχεδόν εκβιαστικά, με την απειλή ότι αλλιώς θα τους έμενε στο αλώνι. Έκτοτε, όσοι διέθεταν αποθήκες, μπορούσαν να το φυλάνε και να το “ρίχνουν” στην αγορά λίγο-λίγο, ανάλογα με την ζήτηση στο εξωτερικό κι έτσι να εξασφαλίζουν σταθερότητα στις τιμές. Εν κατακλείδι, η ανοργάνωτη και ασύνδετη αγορά και η εποχιακή διαπραγμάτευση στον τόπο παραγωγής, ήταν οι κύριοι άξονες της εμπορικής δραστηριότητας, που άφηνε μεγάλα κέρδη και αποτελούσε την εμπορική καθημερινότητα των μεγάλων σταφιδεμπορικών οίκων.

Σοβαρό πλήγμα στην κερδοσκοπία και ιδίως στα σχέδια των τοκογλύφων, που εκμεταλλεύονταν την ανάγκη των παραγωγών για κεφάλαια κίνησης, επέφερε η καθιέρωση, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, των ενεχυρογράφων, με τα οποία ο παραγωγός μπορούσε, βάζοντας ενέχυρο την αποθηκευμένη σοδειά του, να δανειστεί χρήματα με χαμηλό επιτόκιο, για να αντιμετωπίσει τα άμεσα έξοδά του (καλλιεργητικά και έξοδα διαβίωσης).

Τέλος, η τιμή του προϊόντος εξαρτόταν και από τον τόπο παραγωγής, δηλαδή ήταν διαφορετική η τιμή της σταφίδας του Αίγιου, από εκείνη των Πατρών και των άλλων επαρχιακών κέντρων, ενώ της Ζακύνθου και των άλλων σταφιδοπαραγωγών περιοχών της Επτανήσου αποτελούσε ιδιαίτερη κατηγορία. Το προϊόν, δε, κάθε παραγωγικού κέντρου διακρινόταν, σε πρώτης, δεύτερης και τρίτης κατηγορίας (εκλεκτή, αρίστη, κοινή, κ.λπ.), με ανάλογη διαβάθμιση στην τιμή. Τέλος, οι τιμές διαφοροποιούνταν ανάλογα, αν η σταφίδα ήταν άβρεχτη ή βρεγμένη και ανάλογα με το έτος, δηλαδή αν ήταν φετινής ή περσινής σοδειάς ή η διάθεσή της γινόταν στην αρχή, το μέσον ή το τέλος της περιόδου.

Το 1852 ήταν μια κακή χρονιά για τη σταφιδοπαραγωγή διότι τα κλήματα προσβλήθηκαν από την «νόσο των αμπέλων» γεγονός που ανάγκασε τους παραγωγούς να λάβουν μέτρα προς αντιμετώπιση της κατάστασης και συγκεκριμένα επέβαλε το ράντισμα με θειάφι, το οποίο άρχισε να γίνεται στην Ελλάδα από το 1854 και είχε ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Το ζήτημα της «νόσου των αμπέλων» απασχόλησε πάρα πολύ την επιστημονική έρευνα, για τον εντοπισμό του μύκητα που την προκαλούσε και, τελικά, το 1868, μετά από επίπονες έρευνες, ο φαρμακοποιος Ι. Ε. Πλανσόν της Γεωπονικής Σχολής του Μονπελιέ εντόπισε τον μύκητα, τον οποίο ονόμασε φυλλοξήρα η φθοροποιός (Phylloxera vastatrix), χωρίς όμως να μπορέσει να ανακαλύψει τρόπο αντιμετώπισής του.

Οι πρώτες απόπειρες να χρησιμοποιηθούν μηχανές για τον καθαρισμό και την διαλογή των ποιοτήτων τοποθετούνται στα μέσα της δεκαετίας 1860 και με την πάροδο του χρόνου άρχισε να γίνεται οικονομική εκλογίκευση της σταφιδοπαραγωγής και του σταφιδεμπορίου. Η χρήση, όμως χημικών λιπασμάτων άρχισε στις εμπορευματικές καλλιέργειες, στα μεγάλα κτήματα, από τα μέσα της δεκαετίας 1870, ενώ οι μικροκαλλιεργητές εφάρμοζαν για πολλά ακόμα χρόνια κάποιες πρακτικές μεθόδους λίπανσης, όπως το άνοιγμα, κατά το φθινόπωρο, μικρού λάκκου δίπλα στην ρίζα κάθε κλήματος, που τον γέμιζαν άλλοτε με αλάτι και στάχτη και άλλοτε με κοπριά.

Όσο περνούν όμως τα χρόνια οι ρυθμοί αλλάζουν. Οι μηχανές καθαρισμού δεν είναι πλέον εισαγόμενες, αλλά κατασκευάζονται στην Πάτρα, ενώ από το 1850 εγκαταλείπεται η συσκευασία του προϊόντος σε βαρέλια και γίνεται σε ξύλινα κιβωτίδια (τέταρτα) ή σε τρίχινους μικρούς σάκους και αργότερα σε χαρτοκιβώτια. H συσκευασία σε ξύλινα κιβωτίδια συνέβαλε στην ανάπτυξη και ανάδειξη ενός συμπληρωματικού κλάδου, της βιομηχανίας ξύλου, των ξυλοσχιστηρίων. Πολλές μονάδες αυτού του είδους λειτούργησαν στην Πάτρα και το Αίγιο και όπως γνωρίζουμε η ξυλεία ερχόταν από τα ορεινά της Αιτωλοακαρνανία και της Ευρυτανία. Σε γενικές γραμμές, ο βαθμός εκσυγχρονισμού στην αγροτική παραγωγή, παρουσίασε μικρή πρόοδο τον 19ο αιώνα και το ίδιο, περίπου, ισχύει και για τις αμιγώς εμπορευματικές καλλιέργειες, ακόμα και κατά την περίοδο της άνθησής τους, δηλαδή από το 1850 και μετά.

Η αποξήρανση της σταφίδας ήταν ένα ζήτημα, που απασχόλησε πάρα πολύ τους καλλιεργητές και από πολύ νωρίς προτάθηκαν διάφοροι τρόποι. Κατά την οθωνική εποχή ο αρχιφαρμακοποιός του Όθωνα και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αάνδερερ πρότεινε την κατασκευή ξηραντηρίων, όπως γινόταν στην Ευρώπη και τη χρήση τεντών και κηρωτών ή πισσωτών πανιών, που χρησιμοποίησε πρώτος ο πατρινός σταφιδέμπορος Γεώργιος Κόγκος. Επίσης, υπέδειξε να είναι μικρά τα αλώνια και διηρημένα σε πολλά τμήματα, ώστε να σκεπάζεται εύκολα ο σταφιδόκαρπος. Το 1871 συζητήθηκε στην Βουλή μία πρόταση του δημοδιδασκάλου Κ. Σταυρόπουλου για την οικονομικότερη καλλιέργεια και τη γρήγορη αποξήρανση της σταφίδας, η οποία, όμως, αντιμετώπισε έντονη αντίρρηση του εκδότη του περιοδικού “Γεωπονικά” Ορφανίδη, ο οποίος τη χαρακτήρισε επικίνδυνη και ακριβή και πρότεινε στους αγρότες, για την αποξήρανση, να ανακατεύουν μαζί με την κοπριά, που έστρωναν στα αλώνια της αποξήρανσης και “νεγροφούμο” (φούμο), με τη λογική, ότι το μαύρο χρώμα έλκει την θερμότητα κι έτσι η αποξήρανση θα γίνεται συντομότερα.

Το 1880 ο Παν. Στρουμπούλης από την Ζάρια, πεθερός του Δημάρχου Αθηναίων και Υπουργού Κ. Κοτζιά, εισήγαγε την υπό σκιάν ξήρανση της σταφίδας, μία μέθοδο, που διαδόθηκε πολύ σύντομα. H αφορμή για να εμπνευστεί ο Στρουμπούλης τη μέθοδο αυτή, του δόθηκε από έναν σταφιδοπαραγωγό από την Φτέρη Αιγίου, ονόματι Θεοδωρόπουλο ή Ψάνιο, ο οποίος του πήγε σταφίδα για πώληση και ο Στρουμπούλης διαπίστωσε, ότι ήταν διαφορετική και καλύτερης ποιότητας και τον ρώτησε πού την αποξήρανε. Εκείνος του απάντησε ότι επειδή δεν διέθετε σταφιδόπανο, για να την απλώσει στον ήλιο, την κρέμασε σε ξύλα σε μια σπηλιά, μέχρι να ξεραθεί.

Άλλη μέθοδο για την προφύλαξη του προϊόντος στα αλώνια υπέδειξε στον Δήμαρχο Πατρέων το 1884 ο διευθυντής της Ελληνικής Σχολής Σύμης, Γεωργ. Πετρίδης, ενώ το 1885 ο καθηγητής Αντων. Δαμασκηνός ανακοίνωσε στην Αθήνα, ενώπιον ειδημόνων και σταφιδοκτημόνων, μία νέα “επαναστατική” όπως χαρακτηρίστηκε από τον τύπο της εποχής, μέθοδο αποξήρανσης της σταφίδας. Άλλες μεθόδους αποξήρανσης πρότειναν την ίδια εποχή οι αδελφοί Γεωργακόπουλοι από την Πάτρα, ο Τιμολέων Αργυρόπουλος, κ.ά.

Στις 26 Ιανουάριου 1885, δεκατρεις βουλευτές, συμπεριλαμβανομένυβν και βουλευτών από την Αχαΐα και την Hλεία, κατέθεσαν πρόταση στη Βουλή “περί αποδόσεως προνομίου εις τους εφευρέτας μπχανήματος προς αποξήρανσιν της σταφίδος” η οποία έγινε Νόμος. Στους εφευρέτες περιλαμβάνονταν ο καθηγητής Αντων. Δαμασκηνός και οι εκ Πατρών αδελφοί Γεωργακόπουλοι, οι οποίοι είχαν δικαίωμα να ζητήσουν την κατοχύρωση της αποκλειστικής χρήσης της μεθόδου, που είχαν επινοήσει. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους διάφοροι κάτοικοι των Πατρών υπέβαλαν στη Βουλή αναφορά, με την οποία ζητούσαν να ψηφισθεί νόμος, που να εξασφαλίζει στους εφευρέτες καινοτομιών αποξήρανσης, καθαρισμού της σταφίδας, κ.λπ., η αποκλειστική εκμετάλλευση της εφεύρεσης τους.

Βαθμιαία άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα αδιάβροχα σταφιδόπανα για το άπλωμα και το σκέπασμα  σταφίδας στη διάρκεια της αποξήρανσης. Τα πανιά αυτά κατασκευάζονταν στην Τεργέστη, η χρήση τους, όμως, δεν επεκτάθηκε πάρα πολύ λόγω της υψηλής τιμής τους. Γύρω στο 1875 άρχισαν να χρησιμοποιούνται, για το πλύσιμο και την αποξήρανση της σταφίδας, οι τζιβιέρες (ταρσιαί), δηλαδή τετράπλευρα ξύλινα ρηχά δοχεία με πάτο, συνήθως από καλάμια, στα οποία έριχναν την σταφίδα, την έπλεναν με τον κουβά, και στη συνέχεια, την εξέθεταν στον ήλιο.

Τα πρώτα αποξηραντικά μηχανήματα για τη σταφίδα και τα ξερά φρούτα γενικά, παρουσιάστηκαν στην Διεθνή Έκθεση των Παρισίων του 1878. Ήταν αμερικανικής κατασκευής και λειτουργούσαν με γαιάνθρακες. Με χρηματοδότηση της Επιτροπής Εμψυχώσεως της Ελληνικής Βιομηχανίας ένας σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατασκεύασε στο μηχανουργείο του Γ. Βασιλειάδη στον Πειραιά, κλίβανο ανάλογο με τον αμερικανικό, για την αποξήρανση της  σταφίδας και των φρούτων, αλλά το “πείραμα” απέτυχε, διότι, τελικά, η σταφίδα έχανε το χρώμα, τη γεύση και το άρωμά της.

Από το 1880 άρχισαν να χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα, οι πρώτες χειροκίνητες καταθλιπτικές αντλίες (μάκινες), για το πλύσιμο της σταφίδας και η πολύ καθαρή σταφίδα, που ήταν το αποτέλεσμα της πίεσης του νερού, δημιούργησε πρόσκαιρα στην αγορά, μία επιπλέον ποιότητα, τη “μακεναρισμένη σταφίδα”

H εμπορευματοποίηση του μονοκαλλιεργούμενου αυτού προϊόντος, όπως είναι φυσικό, δημιούργησε πολλά νέα επαγγέλματα (σταφιδομεσίτες και μεσίτες δελτίων παρακρατήματος, πατητές, καρφωτές, μαρκαριστές, σταφιδοπαραλήπτες, κ.λπ.) και, γενικά, τα σταφιδοπαραγωγά μέρη ζούσαν υπό τη σκιά του προϊόντος αυτού, επηρεαζόμενα άμεσα η οικονομία τους και η κοινωνική ζωή τους.

Με στόχο την ενημέρωση των σταφιδεμπόρων ο Νικόλαος Γ. Σταματόπουλος άρχισε να εκδίδει το 1873 στην Πάτρα το “Καθημερινόν Δελτίον” με τις τιμές σταφίδας και των συναλλαγμάτων και την κίνηση του λιμανιού. Αργότερα (1878) το έντυπο αυτό έλαβε τη μορφή εφημερίδας, με τον τίτλο “Εμπορικός Παρατηρητής Πατρών” στην οποία δημοσιεύονταν ειδήσεις για το εμπόριο της σταφίδας και την οικονομική κίνηση της ευρύτερης περιοχής.

Η σταφίδα και γενικά τα οικονομικά προβλήματα, που δημιουργούνταν από το προϊόν αυτό, ήταν προσφιλές θέμα του τοπικού τύπου της εποχής. Από τις πατρινές εφημερίδες που ασχολήθηκαν με τα ζητήματα της σταφίδας ξεχωρίζει ο “Φορολογούμενος”, τον οποίο εξέδιδε ο χαλκέντερος Κων. Φιλόπουλος, δικηγόρος και γραμματέας του Εμπορικού Συλλόγου Πατρών «Ερμής» παππούς, από τη μητέρα του, του προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κων. Στεφανόπουλου (1995-2005). Με παρρησία, ευθυκρισία και υπευθυνότητα ο Φιλόπουλος εξέθετε τις απόψεις του κατά τις διάφορες φάσεις του σταφιδικού ζητήματος, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και τις πρώτες του 20ού και τα δημοσιεύματά του συνιστούν αξιόπιστες μαρτυρίες, αφού ως γραμματέας του Εμπορικού Συλλόγου,  εξέφραζε πάντοτε τον προβληματισμό και τις ανησυχίες του εμπορικού κόσμου ως πόλης

Επίσης, μέχρι το 1921, λειτουργούσε και άτυπο χρηματιστήριο (μπούρσα), όπου γινόταν διαπραγμάτευση του προϊόντος. Πρόκειται για την ιδιότυπη λέσχη – καφενείο “Λεσχίδιον” που βρισκόταν επί της οδού Αγίου Ανδρέου, το οποίο ιδρύθηκε το 1880 από τον Κεφαλλονίτη, Διονύσιο Μαρκέτο. Εκεί συγκεντρωνόταν ο κόσμος του σταφιδεμπορίου για ψυχαγωγία, αλλά και για το κλείσιμο συμφωνιών. Διέθετε μεγάλη αίθουσα σφαιριστηρίου, κατάλληλη και για διαλέξεις, όπου έπαιζαν χαρτιά, μπιλιάρδο και επιτραπέζια παιχνίδια. Στο άτυπο αυτό χρηματιστήριο παίχτηκαν και χάθηκαν σημαντικά χρηματικά ποσά, με την αγοραπωλησία των λεγομένων “δελτίων” τα οποία είχαν τον ρόλο, που παίζουν σήμερα οι μετοχές στα Χρηματιστήρια Αξιών. Τον ρόλο δε των χρηματιστών έπαιζαν οι μεσίτες δελτίων και οι σταφιδομεσίτες, πολλοί από τους οποίους είχαν επίσημη έδρα το “Λεσχίδιο”.

Οι πατρινοί έμποροι, έχοντας άμεση επαφή με την Αγγλία, γνώριζαν για τη σημασία που είχε το “Baltic Exchange” ή “Baltic Coffee House” του Λονδίνου, στην ανταλλαγή πληροφοριών για το διεθνές εμπόριο και τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και η ίδρυση του άτυπου σταφιδικού χρηματιστηρίου στην πόλη τους δεν αποκλείεται να είχε αυτό ως πρότυπο.

Ο απόπλους, στις αρχές κάθε Αυγούστου, του πρώτου πλοίου, που μετέφερε σταφίδα σε κάθε λιμάνι του εξωτερικού, τα “πριμαρόλια”, έπαιρνε εορταστική μορφή για την πόλη και χαιρετιζόταν με κανονιοβολισμούς, φωταψίες και σημαιοστολισμό του σκάφους. Με την πάροδο, όμως, του χρόνου, ιδίως από την δεκαετία 1880, τα “πριμαρόλια” ζημίωσαν το σταφιδεμπόριο, καθώς δημιουργούσαν κλίμα ανταγωνισμού μεταξύ των σταφιδεμπόρων για το ποιος θα φορτώσει πρώτος για κάθε λιμάνι, ώστε να επιτύχει καλύτερη τιμή και αδιαφορούσαν για την ποιότητα. Έτσι, για να προλάβουν τρυγούσαν νωρίτερα, ο καρπός κοβόταν άωρος και μαζευόταν νωπός και δελεάζονταν οι παραγωγοί, διότι αυξανόταν το βάρος του προϊόντος κατά 15-20%, αλλά υποβαθμιζόταν η ποιότητά του. Σύμφωνα με το άρθρο 69 του σταφιδικού νόμου του 1836, προβλεπόταν ημερομηνία έναρξης συγκομιδής, η οποία οριζόταν με αστυνομική διάταξη, που εκδιδόταν κάθε χρόνο, ανάλογα με τον τόπο και τις καιρικές συνθήκες, αλλά η διάταξη αυτή πολύ νωρίς ατόνησε, επί ζημία του σταφιδεμπορίου.

Το 1858 ιδρύθηκε στην Πάτρα από κτηματίες και εμποροκτηματίες, με τη συμπαράσταση της Κυβέρνησης, του Νομάρχη Αχαϊοήλιδος, του Δημάρχου Πατρέων, τραπεζών, εμπορικών επιχειρήσεων και μεγάλων σταφιδεμπορικών οίκων και του επισκόπου Αιτωλίας και Ακαρνανίας η “Ελληνική Οινοποιητική Εταιρία” Ένας από τους σκοπούς της, ήταν η μεταποίηση της σταφίδας σε οίνους και οινόπνευμα, ώστε να αξιοποιείται η πλεονάζουσα παραγωγή και να συγκροτείται η τιμή.

Η ίδρυσή της ήταν η πρώτη συστηματική προσπάθεια αντιμετώπισης του σταφιδικού ζητήματος και επέκτασης της οινοποιητικής τέχνης από τα στενά όρια της κατ’ οίκον επεξεργασίας στο στάδιο της  εκβιομηχάνισης, ενόψει της σταφιδικής κρίσης, που προκάλεσε τότε η μυκητίαση των αμπελώνων και του διάχυτου προβληματισμού, ο οποίος υπήρχε για τις δυνατότητες απεξάρτησης του προϊόντος από τις ξένες αγορές. Τον Σεπτέμβριο 1861 η εταιρεία παρήγαγε τα πρώτα κρασιά σε τέσσερις διαφορετικούς οίνους (αφρώδες, μαύρο, λευκό και κόκκινο σταφιδίτη) και το 1870 έλαβε μέρος στην Έκθεση των Ολυμπίων και τιμήθηκε με χάλκινο βραβείο για το λευκό. Το 1875, η εταιρεία διέκοψε τις εργασίες της μετά από 17 έτη προβληματικής λειτουργίας. Παρ’ ότι, όμως, η προσπάθεια αυτή δεν είχε καλή κατάληξη, σηματοδότησε την απαρχή μιας πορείας, που μερικές δεκαετίες αργότερα κατέστησε την πρωτεύουσα της Αχαΐας, εκτός από το κύριο εξαγωγικό κέντρο ως σταφίδας και οινοποιητικό κέντρο.

Προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός ισχυρού αντισταθμίσματος στην αβεβαιότητα που δημιουργούσε η εξάρτηση της παραγωγής της σταφίδας από τις εξωτερικές αγορές, κατέτεινε και μία άλλη συλλογική προσπάθεια, που εκδηλώθηκε στην Πάτρα, το 1859. Πρόκειται για την ίδρυση, από κτηματίες και σταφιδεμπόρους, της  εταιρείας «Κορινθιακή Σταφίς» ή “Εταιρεία των Σταφιδοφίλων” μιας πρώιμης συνεταιριστικής επιχείρησης, που είχε σκοπό την προστασία του σταφιδοκάρπου, με το να δανείζει τους σταφιδοκτήμονες για τις ετήσιες δαπάνες της καλλιέργειας, με χαμηλό τόκο και με το να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προς διάδοση της σταφίδας σε νέες αγορές.

Από τις ξεχωριστές περιπτώσεις οινοποιείων, που ιδρύθηκαν στην Πάτρα, αξίζει να αναφερθεί η “Αχαΐα” του Βαυαρού G. Clauss, η οποία ιδρύθηκε το 1861 και με πολλές περιπέτειες υπάρχει μέχρι σήμερα ως “Αχάια Κλάους”

Ο Gustav Clauss (1825-1908) έφθασε στην Πάτρα το 1852 και συνεταιρίστηκε με τον οίκο «Eels & Co» ο οποίος από το 1847 είχε ιδρύσει στην πρωτεύουσα της Αχαΐας θυγατρική εταιρεία, με συνεταίρο και διευθυντή τον Th. Hamburger. Οι γνώσεις του Clauss και η εμπειρία του στα σταφιδικά και οινοποιητικά ζητήματα ήταν πολύ μεγάλες και οι γνώμες του ιδιαίτερα έγκυρες, ώστε ακόμα και ο Χαρίλαος Τρικούπης πολλές φορές κατέφυγε σε αυτόν. Από το 1861, που αγόρασε επ’ ονόματι της συζύγου του Θωμαΐδας Καρβούνη, μία μεγάλη έκταση 60 στρεμμάτων στην θέση “Ριγανόκαρπος” ανατολικά των Πατρών, άρχισε να φυτεύει αμπέλια. Εκεί εγκατέστησε την οινοποιεία του, που υπάρχει μέχρι σήμερα. Μετά τη μεγάλη σταφιδική κρίση του 1890, σε μία περίοδο έντονης αντιπαλότητας σταφιδαμπέλου και οιναμπέλου προσανατολίστηκε, για πρώτη φορά, στην οινοποίηση σταφίδας.

Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα ο σταφιδίτης οίνος, παρά τη χαμηλή ποιότητά του, προστατεύτηκε νομοθετικά και αυτό συνεχίστηκε για πολλές δεκαετίες. Ήταν η αναγκαστική διέξοδος για τις μεγάλες ποσότητες σταφίδας, που σωρεύονταν στις αποθήκες, αλλά και η κύρια αιτία, η οποία καθυστέρησε η προχωρημένη καλλιέργεια οιναμπέλων και η δημιουργία οίνων υψηλής ποιότητας στην Ελλάδα. Αρχικά, ο σταφιδίτης οίνος παραγόταν από χλωρή σταφίδα, από την τελευταία, όμως, δεκαετία του 19ου αιώνα άρχισε να παράγεται και από ξηρά και, μάλιστα, τα φορολογικά κίνητρα, που θεσμοθετήθηκαν, αφορούσαν την οινοποίηση της ξηράς σταφίδας, ως αντιστάθμισμα (επιδότηση) για το πλήγμα που δεχόταν το προϊόν από τις διεθνείς συγκυρίες.

Ο Σουρής παρακολουθούσε με ενδιαφέρον το σταφιδικό ζήτημα και, όταν κάποιος Πατρινός τον Ιανουάριο του 1896 ανακοίνωσε ότι επινόησε μέθοδο με την οποία θα παρήγετο από τη σταφίδα υγρό καύσιμο, ικανό να αντικαταστήσει το φωτιστικό πετρέλαιο και με τον τρόπο αυτόν και οι αδιάθετες ποσότητες του προϊόντος, που σωρεύονταν στις αποθήκες, θα αξιοποιούντο και θα προέκυπτε οικονομία στα καύσιμα, τον ειρωνεύτηκε στο φύλλο του «Ρωμιού» της 23ης Ιανουάριου 1896.

Μεγάλο πλήγμα για την αμπελουργία ήταν ο φόρος οίνου, ο οποίος επιβλήθηκε το 1883 και είχε σαν συνέπεια για τις οινοφόρες περιοχές να αποκοπεί η προσπάθεια αντιμετώπισης του σταφιδικού ζητήματος και βελτίωσης των μεθόδων οινοπαραγωγής. Οι αντιδράσεις για την επιβολή του ήταν έντονες και αποτυπώθηκαν πολύ χαρακτηριστικά στον τύπο της εποχής.

Μια πολύ καλή χρονιά για τη σταφιδοπαραγωγή ήταν το 1878, οπότε αυξήθηκε κατά 26% σε σχέση με εκείνη του προηγουμένου έτους, ενώ κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας 1870 οι τιμές της σταφίδας είχαν αρχίσει να πέφτουν. H ύφεση της αγγλικής αγοράς φαινόταν ότι θα διαρκούσε, και στο τέλος του 1877 η κατάσταση ήταν ανησυχητική και αρκετοί σταφιδεμπορικοί οίκοι υπέστησαν σημαντικές ζημιές. Την κατάρρευση των τιμών απέτρεψε το μεγάλο άνοιγα των γαλλικών αγορών, τον Οκτώβριο 1879, το οποίο οφειλόταν στην πτώση της γαλλικής οινοπαραγωγής λόγω των καιρικών συνθηκών και της φυλλοξήρας. H φυλλοξήρα είχε πλήξει τα γαλλικά αμπέλια από το 1863 και τα κατέστρεψε, σχεδόν, τελείως τη δεκαετία 1870. Οι πρώτες αγορές των Γάλλων τον Δεκέμβριο 1879 έβαζαν κάποιο φρένο στην πτώση των τιμών και το γεγονός αυτό ενθάρρυνε τους σταφιδοπαραγωγούς. Τότε, άρχισαν να δραστηριοποιούνται, εκτός από τα παραδοσιακά επαγωγικά κέντρα και κάποια πρωτοεμφανιζόμενα, καθώς και μερικά παλαιότερα, που στο μεταξύ είχαν υποβαθμιστεί και μεταξύ όλων αυτών αναπτύχθηκαν συμπληρωματικές και ανταγωνιστικές σχέσεις. Οι σχέσεις αυτές λειτούργησαν ανασχετικά για το σταφιδεμπόριο των Πατρών, που άρχισε να εμφανίζει σημεία κάμψης και έθεσαν υπό αμφισβήτηση την ηγεμονική θέση της πρωτεύουσας της Αχαΐας στη διεθνή σταφιδαγορά.

Αν, όμως, η οικονομική σημασία της παραγωγής και των εξαγωγών της σταφίδας ήταν από τις κυριότερες αιτίες της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1871 για τη διανομή των “εθνικών γαιών” στους ακτήμονες, η περαιτέρω επέκταση των σταφιδοκαλλιεργειών και του σταφιδεμπορίου, κατά την περίοδο 1871-1892, ήταν συνέπεια της διανομής της γης. Γι’ αυτό, άλλωστε, και η μεγάλη επέκταση των σταφιδοκαλλιεργειών εκδηλώθηκε στις περιοχές, που υπήρχε μέχρι τότε το μεγαλύτερο μέρος των ανεκμετάλλευτων “εθνικών γαιών” δηλαδή στη δυτική και την νοτιοδυτική Πελοπόννησο.

Η σταφίδα ήταν περιζήτητη στην ευρωπαϊκή αγορά και η αγροτική παραγωγή προσαρμόστηκε στην ευνοϊκή αυτή συγκυρία. Επέβαλε δε παντού τους χρόνους της και τους ρυθμούς της, ακόμα και στη δημογραφία και τη λειτουργία των Δικαστηρίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η καμπύλη των γάμων ξεκινούσε την ανοδική της πορεία τον Σεπτέμβριο και έφθανε στο απόγειο τον Οκτώβριο, που έρεε για καλά το χρήμα από την πώληση της σταφίδας. Ενώ την περίοδο της συγκομιδής του καρπού, διέκοπταν τις εργασίες τους τα Δικαστήρια, συνήθως από τα μέσα Ιουλίου μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου.

Αλλά η ωραία εποχή δεν μπορούσε να κρατήσει επ’ άπειρο. Οι κατεστραμμένοι αμπελώνες της Γαλλίας ξαναφυτεύθηκαν με ειδικά αντιφυλλοξηρικά κλήματα και γύρω στα 1890 άρχισε η κρίση, η οποία οφειλόταν κατά μεγάλο ποσοστό και στην κακή ποιότητα του προϊόντος. Υπεύθυνοι γι’ αυτό ήταν οι παραγωγοί, που βιάζονταν να τρυγήσουν, ο καρπός δεν πρόφθανε να ωριμάσει και τον μάζευαν από τα αλώνια πριν καλά, καλά αποξηρανθεί, για να αυξήσουν το βάρος του. Πράγματι ο πρόχειρα και ανεπαρκώς αποξηραμένος καρπός είχε βάρος κατά 15-20% μεγαλύτερο του κανονικού, αλλά η ποιότητά του ήταν υποβαθμισμένη.

Ο αντίκτυπος της σταφιδικής κρίσης ήταν βαρύς για την εθνική οικονομία, αφού το σταφιδικό συνάλλαγμα ήταν μέχρι τότε το σημαντικότερο ενεργητικό στοιχείο του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας και η μείωσή του δημιουργούσε μεγάλο έλλειμμα, με συνέπεια την ύψωση της τιμής του.

Για την Πελοπόννησο, το κακό ήταν ότι όλη αυτή η ακμή δεν άφησε κανένα ίχνος στη γενική εξέλιξη της οικονομίας της. Από τις μεγάλες περιουσίες, που είχαν σχηματιστεί, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν απέμεινε τίποτα, εκτός από μερικά σπίτια, που κι αυτά ήταν, κατά το πλείστον, υποθηκευμένα. Οι παραγωγικές επενδύσεις, που είχαν γίνει, ήταν, σχεδόν, αμελητέες, ενώ από τα πολυτελή έπιπλα και ρούχα, πουλήθηκαν βιαστικά για τη συμπλήρωση του ελαττωμένου εισοδήματος. Και, βέβαια, η τοκογλυφία άνθησε ξανά.

Παρ’ όλα αυτά, αν η σταφίδα δεν έλυσε το πρόβλημα γενικότερης αξιοποίησης της Πελοποννήσου. Από το 1883 οι τιμές της σταφίδας είχαν αρχίσει να πέφτουν και να παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις από χρόνο σε χρόνο, αλλά και μέσα στο χρόνο, από μήνα σε μήνα. Η υπερανάπτυξη της σταφιδοκαλλιέργειας και η εξάρτηση της αγροτικής οικονομίας από ένα μόνο προϊόν, που την εξέθετε στους κινδύνους της εξαγωγικής μονοκαλλιέργειας, σε μία αγορά με ασταθείς τιμές, έκαναν το θαύμα τους. Παρ’ ότι η σταφίδα είχε πάψει να είναι ο μοχλός της οικονομικής ανάπτυξης, σχεδόν κανένας δεν το είχε αντιληφθεί, με συνέπεια να σπαταληθούν σημαντικοί άνθρωποι και χρηματικοί πόροι, χωρίς αντίκρισμα και με μοιραίες αρνητικές επιπτώσεις. Τα τεράστια ποσά, που διετέθησαν τη δεκαετία 1880 για την καλλιέργεια νέων φυτειών, δεν απέδωσαν τα προσδοκώμενα κέρδη. H επένδυση σε αμπελώνες συνδυάστηκε με αποεπένδυση παγίου κεφαλαίου, δηλαδή το ξερίζωμα αιωνόβιων ελαιώνων, που δεν είχαν κόστος απόσβεσης, όπως οι σταφιδοφυτείες και παρήγαγαν αδιάκοπα επί αιώνες και, τέλος, τα κέρδη δεν διοχετεύθηκαν σε παραγωγικούς οίκους αλλά σε επιδεικτικές καταναλώσεις.

Για να γίνει, δε, κάποιος σταφιδέμπορος δεν χρειάζονταν κεφάλαια, παρά μόνον μία αποθήκη κοντά όταν παραλία, μία βενετσιάνικη πλάστιγγα με σταθμά των 50 λίτρων, αρκετό θράσος και λίγα χρήματα που εύκολα προκαταβάλλονταν από τους μεγαλοεξαγωγείς. Οι διάφοροι καλλιεργητές έφερναν την αποξηραμένη σταφίδα με τα ζώα τους, την ξεφόρτωναν και ο ζυγιστής άνοιγε ένα σακί και με ένα μεγάλο φτυάρι χωρατικότητας 2-3 οκάδων, έπαιρνε δείγμα και το πήγαινε στο αφεντικό, που το εξέταζε με το χέρι του και, εκείνος παρατηρούσε, ότι δεν είναι καλής ποιότητας και ότι αναγκάζεται να τον αγοράσει για χατίρι του πελάτη του σταφιδοπαραγωγου. Μετά ζυγιζόταν η σταφίδα και κατά τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο καθοριζόταν η τιμή, ανάλογα, βρεγμένη ή άβρεχτη και τότε ο παραγωγός συνειδητοποιούσε πόσο ζημιώθηκε από τα τεχνάσματα του σταφιδεμπόρου, στον οποίο έδωσε την παραγωγή του.

Η ιεραρχική κλίμακα διαμεσολάβησης στο σταφιδεμπόριο ξεκινούσε από τον παραγωγό και μέσω του μεταπράτη και του σταφιδομεσίτη κατέληγε στον εξαγωγέα, με ενδιάμεσους  κρίκους τους ανταποκριτές – εισαγωγείς και τους διανομείς- λιανοπωλητές, οι οποίοι με δικούς τους τρόπους, (διαδόσεις, αποθήκευση) επενεργούσαν στις διεθνείς τιμές και επηρέαζαν την εξωτερική ζήτηση. Μετά την καθιέρωση του “παρακρατήματος” εξίσου υπολογίσιμος κρίκος στην αλυσίδα αυτή ήταν και οι μεσίτες δελτίων παρακρατήματος. Σημαντικός παράγων, που ενίσχυε τις παρεμβατικές δυνατότητες όλων αυτών των ενδιάμεσων, ήταν η έλλειψη αποθηκευτικών χώρων στους τόπους παραγωγής και εισαγωγής, ο οποίος είχε σαν συνέπεια να επιβαρύνονται οι παραγωγοί και οι καταναλωτές.

Οι μεταπράτες, που δεν ήταν μόνο ντόπιοι, αλλά κατάγονταν και από άλλα μέρη, προαγόραζαν με ανοικτή τιμή και ωφελούντο, αν θα επετύγχαναν μεγάλες τιμές, ενώ, αν οι τιμές ήταν χαμηλές, μετέφεραν τη ζημιά στους παραγωγούς. Αντίθετα, οι εξαγωγείς στηρίζονταν στις προπωλήσεις στο εξωτερικό σε ορισμένες τιμές και πριν από τη συγκομιδή, με απώτερο στόχο να επιτύχουν εκπτώσεις και να πληρώσουν λιγότερο στους παραγωγούς ή τους μεταπράτες και, ταυτόχρονα, εμπόδιζαν το μόνιμο κλείσιμο των τιμών, ώστε να μπορούν να τις μειώσουν αργότερα σε βάρος των μικρότερων.

Αυτές οι τελευταίες μεθοδεύσεις οδήγησαν σε χρεοκοπία πολλούς μικρέμπορους των Πατρών και του Αίγιου την περίοδο 1850-1860. Γενικά, οι εξαγωγείς σταφιδέμποροι γνώριζαν πολύ καλά πώς να είναι πάντοτε κερδισμένοι, εκμεταλλευόμενοι τη διαφορά μεταξύ τιμής εξαγοράς και τιμής πώλησης, τη διαφορά των ναύλων, που προκαλούσαν σε συνεργασία με τις ατμοπλοϊκές εταιρείες, την υψηλή κοστολόγηση του προϊόντος, μέχρι να φορτωθεί στο πλοίο, το ζύγι και τη σπέκουλα στο χαρμάνιασμα των ποιοτήτων, την ανάμειξη ξένων υλών και το ξεγέλασμα των πελατών στην ποιότητα.

Από τους πρωτουργούς σταφιδεμπόρους κανένας δεν διέθετε ειδική επιστημονική μόρφωση, πλην του Παναγή Βουρλούμη, ο οποίος ήταν κάτοχος ευρείας εμπορικής και οικονομικής παιδείας, ασχολήθηκε με επιτυχία με την πολιτική, εξελέγη επανειλημμένα βουλευτής και ανταποκρίθηκε επάξια στα καθήκοντα του Υπουργείου Επισιτισμού την περίοδο 1918-20 και Εθνικής Οικονομίας στην Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, από το 1928 μέχρι το 1932.

Όλοι, γενικά, οι σταφιδέμποροι οδηγούντο στις επιχειρηματικές δοσοληψίες τους από την πείρα και τη διαίσθησή τους και σε αρκετές περιπτώσεις και από την τύχη. Τα γραφεία των μεγαλοσταφιδεμπόρων ήταν λίαν ευπρεπή και ευρύχωρα, ώστε να επαρκούν πλήρως για την παραμονή και εργασία των υπαλλήλων τους και να χωράνε άνετα και όσους παραγωγούς, μεσίτες ή μεταπράτες πηγαινοέρχονταν κατά την εποχή της συγκομιδής, για να δειγματίσουν τη σταφίδα τους. Όπως μαρτυρείται, όλοι αυτοί, παραγωγοί, μεσίτες και μεταπράτες, όταν πήγαιναν να δειγματίσουν το προϊόν τους, με το ένα χέρι βαστούσαν το δείγμα μέσα σ’ ένα κόκκινο μαντίλι ή κάποια χαρτοσακούλα και με το άλλο, βγάζοντας το καπέλο τους, υποκλίνονταν μέχρι το έδαφος, με την κλασική προσαγόρευση “χαίρετε και αγαλιάσθε”.

Οι μεγαλοσταφιδέμποροι διέθεταν ανταποκριτές στην Αγγλία και όπου αλλού είχαν δοσοληψίες, με τους οποίους συνεννοούνταν και την όλη επαγγελματική τους εικόνα ενίσχυαν με την εικαστική καλαισθησία των λιθογράφων τιμολογίων, συναλλαγματικών, φακέλων και επιστολόχαρτων, που χρησιμοποιούσαν. H προσωπική τους δραστηριότητα ήταν σημαντικός παράγων για την αύξηση των εξαγωγών, όμως δεν κατόρθωσαν να ανοιχτούν προς νέες αγορές ή στις λίγες περιπτώσεις, που ανοίχτηκαν, είχαν περιορισμένη απήχηση. Έτσι δεν προείδαν, ότι η εξάρτηση, κυρίως από την Αγγλία, μπορεί να έχει, όπως και έγινε, ολέθριες συνέπειες, αν η αγορά αυτή στέρευε. Και από το γεγονός αυτό φαίνεται το κενό που υπήρχε λόγω έλλειψης εμπορικής επιστημονικότητας, οργάνωσης και συστήματος.

Μέχρι το 1892 η οικονομική κατάσταση όσων ασχολούντο με το σταφιδεμπόριο, ακόμα και των λαϊκότερων κύκλων, ήταν πάρα πολύ καλή. Απόδειξη οι πολυτελείς κατοικίες και βίλες, που κτίστηκαν, οι πολυτελείς ιδιωτικές άμαξες, που διέσχιζαν τους δρόμους των διαφόρων σταφιδικών κέντρων (Πάτρα, Αίγιο, Πύργος) και οι πολλοί και μεγαλοθίασοι, κυρίως ιταλικοί, που επισκέπτονταν τα μέρη αυτά και έδιναν παραστάσεις. Για τις λαϊκότερες τάξεις τα γλέντια έδιναν κι έπαιρναν, ιδίως κατά τη σταφιδική περίοδο, ενώ υπήρχαν και τα “καφέ αμάν” και “καφέ σαντάνζ πολλές φορές πρόχειρα υπαίθρια, παρατεταγμένα τα πιο πολλά κατά μήκος της παραλίας.

Η εξέλιξη του σταφιδεμπορίου αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα, λόγω της ανυπαρξίας μεταφορικών μέσων και της υποτυπώδους υποδομής των λιμένων των σταφιδοεξαγωγικών κέντρων. Χαρακτηριστικά το 1858 το τελωνείο των Πατρών ήταν χειρότερο από “πενιχρόν ιπποστάσιο” και με μεγάλη δυσκολία χωρούσε τα διάφορα εμπορεύματα μέχρι τον εκτελωνισμό τους. Όσο για τους δρόμους, η διαδρομή Πατρών – Αίγιου διαρκούσε, περίπου, 8 ώρες και Πατρών – Πύργου περί 21-22 ώρες. Έτσι, λοιπόν, μέχρι το 1887, που άρχισε να λειτουργεί ο σιδηρόδρομος, η κατ’ εξοχήν  μεταφορική οδός παρέμενε η θάλασσα, ενώ από το 1887 το κύριο εμπόρευμα που μεταφερόταν με το σιδηροδρομικό δίκτυο, ήταν η σταφίδα. Να σημειωθεί, ότι οι μεταφορές αντιπροσώπευαν υπολογίσιμο μέρος της τιμής των διαφόρων προϊόντων.

Κατά τα μέσα της δεκαετίας 1880 οι Έλληνες πρόξενοι, με αλλεπάλληλες αναφορές προς την Κυβέρνηση, επισήμαιναν την εμπορική σημασία και χρήση της σταφίδας σε διάφορες χώρες και η Κυβέρνηση άρχισε να επεξεργάζεται προτάσεις εμπορικών συμφωνιών με Κυβερνήσεις άλλων χωρών, όπου εισαγόταν η σταφίδα. Στόχος ήταν η μείωση ή η απαλλαγή του προϊόντος από τους εισαγωγικούς δασμούς και η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των προϊόντων, που παράγονταν από την ελληνική σταφίδα σε κάθε χώρα. Η αρχή έγινε από την Ρωσία, όπου καθιερώθηκε προσωρινά η ατέλεια στην εισαγωγή κορινθιακής σταφίδας. Ακολούθησε συμφωνία μεταξύ ελληνικής και αγγλικής κυβέρνησης, για αμοιβαία μείωση των τελωνειακών δασμών, η οποία κατέληξε σε μείωση του δασμού της σταφίδας κατά 70% από την Αγγλία, ενώ η ελληνική Κυβέρνηση μείωσε σημαντικά τους δασμούς για 27 κατηγορίες, που περιλάμβαναν 210, περίπου, αγγλικά προϊόντα. Αντίθετα στην Γαλλία δημοσιεύθηκε το σχέδιο νόμου για το νέο δασμολογικό καθεστώς, που χαρακτηρίστηκε άκρως προστατευτικό και οι οπαδοί του ελευθέρου εμπορίου, επιχειρηματολόγησαν εναντίον του βασιζόμενοι στην ελληνοαγγλική συμφωνία.

Το 1891 καθιερώθηκε το καθεστώς της ατέλειας στην εισαγωγή της κορινθιακής σταφίδας στις H.Π.A. και το ίδιο έτος υπεγράφη ελληνογαλλική εμπορική συμφωνία ισχύος μέχρι τον Ιανουάριο 1892, με αντάλλαγμα την αποκλειστικότητα των Γάλλων στις ανασκαφές των Δελφών.

H πρώτη αυστηρή προειδοποίηση για τον επερχόμενο κίνδυνο δόθηκε το 1889, όταν επί μερικούς μήνες κατρακύλησαν απότομα οι τιμές. Τον επόμενο χρόνο η Γαλλία επέβαλε φόρο στην κατανάλωση των κρασιών από σταφίδα, ύψους 5 φράγκων ανά εκατόλιτρο και το 1892 αύξησε και τον εισαγωγικό δασμό της σταφίδας από 6 σε 15 φράγκα ανά 100 κιλά. Τη χαριστική βολή στο εμπόριο της σταφίδας και του σταφιδίτη οίνου στη Γαλλία έδωσε η απόφαση της Γαλλικής Βουλής, το 1894, με την οποία αυξήθηκε ο εισαγωγικός δασμός του προϊόντος από 15 φράγκα ανά 100 κιλά σε 25. Στο μεταξύ, τα γαλλικά αμπέλια ξανάρχισαν να παράγουν και ο «μαύρος χρυσός» απέκτησε έναν επικίνδυνο αντίπαλο. Για πρώτη φορά το 1892 οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 30-40%, μετά τη θεαματική τους αύξηση, αρχικά προς την Αγγλία και μετά προς τη Γαλλία, που είχε αρχίσει το 1865 και η τιμή στην Πάτρα έπεσε περίπου κατά 50%, σε σχέση με τα δύο προηγούμενα έτη, ενώ δεν φαίνεται να επηρεάστηκε από την κρίση η τιμή της σταφίδας στο Αίγιο και η τιμή της άριστης ποιότητας. Τελικά, το 1897, η Γαλλία διέκοψε εντελώς τις εισαγωγές σταφίδας από την Ελλάδα.

Σημαντικός παράγων, που λειτουργούσε ευνοϊκά υπέρ της αυτονόμησηs των μικρότερων σταφιδοεξαγωγικών κέντρων, σε βάρος των Πατρών, ήταν η υψηλή φορολογία του σταφιδοκάρπου στην Πάτρα, η οποία καταργήθηκε τον Αύγουστο του 1889. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για επιβάρυνση του σταφιδοκάρπου, που μεταφερόταν στην Πάτρα από άλλους Δήμους, δια του σιδηροδρόμου, η οποία επιβλήθηκε προς όφελος του Δήμου Πατρέων. Η κατάργησή της θεσμοθετήθηκε υπό την προϋπόθεση ότι ο μεταφερόμενος στην Πάτρα σταφιδόκαρπος θα έφερε πιστοποιητικό των αρμοδίων αρχών ότι πληρώθηκε ο δημοτικός φόρος στον τόπο παραγωγής και, επίσης, ορίστηκε ότι ο σταφιδόκαρπος, που θα μεταφερόταν στην Πάτρα, με το σιδηρόδρομο, από επαρχίες, που ο φόρος εξαγωγήs του ήταν χαμηλότερος, θα φορολογείτο με τον χαμηλότερο αυτό φόρο, εφόσον θα εξαγόταν από το τελωνείο Πατρών.

Το άνοιγμα της γαλλικής αγοράς το 1879 έσωσε, προς στιγμή, τη σταφιδική οικονομία, δημιούργησε όμως τις προϋποθέσεις, ώστε να εκδηλωθεί κρίση υπερπαραγωγής, που έγινε εμφανής από το 1892 και μετά, όταν περιορίστηκαν δραματικά οι εξαγωγές προς την χώρα αυτή. Επίσης, μετέθεσε την έκρηξη της σταφιδικής Κρίσης για το 1893, κάνοντάς την έτσι ακόμα πιο επώδυνη για τους αγρότες της Πελοποννήσου, που σε όλη τη δεκαετία 1880 είχαν επενδύσει σημαντικούς πόρους στη σταφιδοκαλλιέργεια. Εκτός όμως από την απρονοησία για το μέλλον, την κακή διαχείριση των κερδών τους και τον αλόγιστο δανεισμό, οι έμποροι και οι σταφιδοκαλλιεργητές έπληγησαν και από την δίνη, που δημιούργησαν οι μεγαλέμποροι, οι οποίοι, εμπιστευόμενοι τον Τρικούπη, αγόρασαν μεγάλες ποσότητες ελληνικών χρεογράφων και αντιμετώπιζαν στενότητα χρήματος.

Πολλοί έμποροι που αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις έχασαν τις περιουσίες τους. Ο αριθμός των πλειστηριασμών, από τράπεζες και από ιδιώτες δανειστές, ήταν ιδιαίτερα μεγάλος και, μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις οι πρακτικές των ιδιωτών ήταν πολύ πιο επαχθείς από τις πρακτικές των τραπεζών. Επίσης, εντάθηκαν οι προσωποκρατήσεις και οι κατασχέσεις κινητών περιουσιακών στοιχείων, όπως και οι διώξεις εμπόρων και επιχειρήσεων.

Κύρια αιτία της σταφιδικής κρίσης του 1893 ήταν η ανυπαρξία σταφιδικής πολιτικής, που είχε σαν συνέπεια την ανεξέλεγκτη μονοκαλλιέργεια του προϊόντος και την υπερπαραγωγή, σε μία εποχή, που η διεθνής ζήτηση μειωνόταν, λόγω της ανάρρωσης των γαλλικών σταφιδαμπελώνων και της εκτεταμένης σταφιδοκαλλιέργειας στην Καλιφόρνια των H.Π.A. Εξάλλου, η απόφαση που είχε λάβει εκείνη την περίοδο η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, για δραστική μείωση των πιστώσεων προς τους σταφιδοκαλλιεργητές και η εντολή προς τα υποκαταστήματά της για είσπραξη με κάθε τρόπο των παλαιών χρεών, πέραν του ότι ήταν αντιλαϊκά μέτρα και επέσυραν την γενική κατακραυγή, επιβάρυναν πάρα πολύ την κατάσταση, σε μία περίοδο που οι παραγωγοί είχαν απόλυτη ανάγκη χρημάτων για την περαιτέρω καλλιέργεια των σταφιδοφυτειών. Την κατάσταση επέτεινε και η κακή ποιότητα του προϊόντος, ενώ οι παραγωγοί περιοχών, που διατήρησαν την ποιότητά τους (Αίγιο, Ζάκυνθος, Κεφαλονιά), όχι μόνον δεν επλήγησαν, αλλά ο σταφιδόκαρπος που παρήγαγαν ήταν περιζήτητος στις ευρωπαϊκές αγορές.

Στις 10 Δεκεμβρίου 1893 ο Χαρίλαος Τρικούπης κήρυξε την πτώχευση της Ελλάδος και οι συνέπειές της, ήταν αρνητικές για την οικονομία των σταφιδοφόρων περιοχών. Ο μύθος ότι η σταφίδα είναι “δώρο θεού” άρχισε να καταρρέει και το κύμα μετανάστευσης όλο και φούντωνε. Έτσι, ο ακραιφνής οικονομικός φιλελευθερισμός, που ίσχυε μέχρι τότε και ήθελε το Κράτος ουραγό των εξελίξεων και των διαδικασιών, απέτυχε και παραχώρησε τη θέση του στον κρατικό παρεμβατισμό, που στην περίπτωση της σταφίδας εκφράστηκε με το μέτρο της “παρακράτησης” με το οποίο σκοπήθηκε ο διαχωρισμός των ποιοτήτων, η εξαγωγή των καλυτέρων και η αποθήκευση και προώθηση των κατωτέρων στην οινοποιία και την οινοπνευματοποιία.

Συνεπεία της κρίσης, που δημιουργήθηκε στον χώρο του σταφιδεμπορίου, πτώχευσαν πολλές επιχειρήσει, μεταξύ των οποίων και ο μεγάλος σταφιδεμπορικός οίκος Ν. Α. Βουρλούμη, που εκτός από την Πάτρα, είχε καταστήματα στο Λονδίνο και την Μασσαλία. H χρεοκοπία του οίκου αυτού συμπαρέσυρε σε πτώχευση και όσους ενέχονταν ή είχαν αναπτύξει επαγγελματικές σχέσεις με αυτόν, καθώς και πολλές μικρές επιχειρήσεις και μεμονωμένα άτομα. Μετά τις ελληνικές ήλθε η σειρά των πτωχεύσεων των ξένων εμπορικών εταιρειών, με αποκορύφωμα το 1896 την πτώχευση του παλαιού και μεγάλου εμπορικού οίκου Barff-Hancock, στην Πάτρα, τον οποίο διηύθυνε ο Fr. Wood. Οι επιχειρήσεις αυτές απασχολούσαν πολλούς και αυτό είχε σαν συνέπεια να διογκωθεί το κύμα ανεργίας, που μάστιζε την περιοχή. Όπως είναι φυσικό, η κατάσταση αυτή προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, με συλλαλητήρια, εκδόσεις ψηφισμάτων, υπομνήματα προς την Κυβέρνηση, κ.λπ., στα οποία όμως η κυβερνητική ανταπόκριση ήταν χλιαρή.

Για την αντιμετώπιση της κατάστασης προτάθηκε η λήψη διαφόρων μέτρων, όπως η παρακράτηση, δηλαδή η απόσυρση από την αγορά μέρους της παραγωγής, ώστε να περιορισθεί η μεγάλη προσφορά και να επιτευχθεί αύξηση των τιμών και η επέκταση της διάδοσης της σταφίδας σε χώρες, που ήταν δεν ήταν γνωστή ή λιγότερο γνωστή. Και οι δύο αυτές προτάσεις υποβλήθηκαν στη Βουλή, αλλά απορρίφθηκαν η μεν πρώτη, ως αντικείμενη σε θεμελιώδη Νόμο μη επιτρέποντα την αφαίρεση της ιδιοκτησίας άνευ δημοσίας ανάγκης, κ.λπ., αν και μετά δύο έτη (189ς) τελικά ψηφίστηκε, η δε δεύτερη, που ήταν και είναι η πιο αποτελεσματική για το σταφιδεμπόριο, διότι η υλοποίησή της θα απαιτούσε πολύ χρόνο, ενώ η ανάγκη ήταν επείγουσα.

Στις σχετικές συζητήσεις, που έγιναν στη Βουλή, ο βουλευτής Καλαβρύτων Φωτήλας πρότεινε, μεταξύ άλλων, να καταβληθεί προσπάθεια για να αυξηθούν οι σταφιδοεξαγωγές προς τη Ρωσία, οι οποίες ήταν μηδαμινές, μολονότι η χώρα ήταν αχανής και ο πληθυσμός της πολύς. Παρά ταύτα, ο Λαϊκός Σύνδεσμος «Άγιος Κωνσταντίνος» που είχε την έδρα του στην Πάτρα, αφού απέτυχε η προσπάθειά του να επιβληθεί δια νόμου φόρος 50 λεπτών το χιλιόλιτρο, επί των εξαγόμενων ποσοτήτων, ώστε να συσταθεί Ταμείο προς αντιμετώπιση των αναγκαίων εξόδων για τη διάδοση της σταφίδας σε νέες αγορές, αποφάσισε να απευθυνθεί στους σταφιδέμπορους και τους σταφιδοπαραγωγούς προκειμένου να συγκεντρωθούν χρήματα και σταφιδόκαρποι, που θα διατίθετο για τον σκοπό αυτόν. Προς τούτο ο Πρόεδρος του Λαϊκού Συνδέσμου εφέτης Πατρών Ευθύμιος Καράκαλος περιόδευσε τις επαρχίες Αίγιου, Κορινθίας, Πατρών, Ηλείας, Ζακύνθου και Κεφαλληνίας και με δημόσιες διαλέξεις, προσπάθησε να πείσει για την ανάγκη διάδοσης του σταφιδοκάρπου, κυρίως στη Ρωσία.

Ο Καράκαλος, άριστος γνώστης της ρωσικής στις 29 Μαΐου 1894 ξεκίνησε από τον Πειραιά για τη Ρωσία, μαζί με τους Ανδρέα Λαμπρόπουλο και Κωνσταντίνο Παπασωτηρίου, μέλη του ίδιου Λαϊκού Συνδέσμου. Τα έξοδα της αποστολής καλύφθηκαν από τα χρήματα, που είχε συγκεντρώσει από τις περιοδείες του και από την οικονομική στήριξη του πατρινού μεγαλέμπορου Κωνσταντίνου Παπαγιάννη. Εκεί, πραγματοποίησε σημαντικές επαφές με τον μεγαλέμπορο Γρηγόριο Μαρασλή και άλλους Έλληνες ομογενείς και περιόδευσε σε πολλές πόλεις, μοιράζοντας δείγματα σταφίδας και κλείνοντας παραγγελίες, που, κάπως, ανακούφισαν τη σταφιδαγορά.

Όμως η καλή αρχή δεν είχε συνέχεια, διότι οι Ρώσοι δεν συνήθισαν να τρώνε σταφίδα, αλλά την χρησιμοποιούσαν, κυρίως, για να ανεβάζουν τους βαθμούς των κρασιών τους. Ο ενθουσιασμός όμως δεν μετουσιώθηκε σε έργο, διότι κατόπιν εξεγέρσεων των αμπελοκτημόνων του Καυκάσου και της Βεσσαραβίας, το 1895 επιβαρύνθηκε η σταφίδα, που εισαγόταν στη Ρωσία, με μεγάλο δασμό κι έτσι έκλεισε οριστικά μία αγορά, η οποία απορροφούσε ετησίως, περίπου 19.500 τόνους και υπήρχε προοπτική περαιτέρω επέκτασής της.

Προκειμένου η Κυβέρνηση να αντιμετωπίσει την κρίση, που δεν φαινόταν να υποχωρεί, αναγκάστηκε το 1895 να ψηφίσει τον Νόμο ΒΤΘ’, με τον οποίο θεσπίστηκε η παρακράτηση, που κατ’ ουσία αντιπροσώπευε την σε είδος καταβολή, από κάθε παραγωγό, του εγγείου φόρου επί της εξαγομένης σταφίδας, ο οποίος κυμαινόταν από 15-20% επί των εξαγομένων ποσοτήτων. Οι αποδείξεις παρακράτησης ονομάζονταν δελτία και γίνονταν δεκτές στα τελωνεία προς καταβολή φόρων. Επειδή τα δελτία αφορούσαν βάρος σταφιδοκάρπου σε ενετικές λίτρες, η αυξομείωση της τιμής στα σταφίδας, εντός του ίδιου σταφιδικού έτους, είχε σαν συνέπεια την αυξομείωση και της τιμής των δελτίων. Η πρόβλεψη των αυξομειώσεων αυτών ήταν αντικείμενο χρηματιστηριακής συναλλαγής των δελτίων, με όλες τις συνέπειες, που επάγονται οι δοσοληψίες αυτού του είδους.

Η παρακράτηση, στους θεσμούς για την αντιμετώπιση της υπερπαραγωγής και για τη συγκράτηση των τιμών, δεν ήταν αποδεκτός από όλους, γι’ αυτό και εξ αρχής δίχασε τις σταφιδοφόρες περιοχές. Οι επαρχίες, που παρήγαγαν σταφίδα καλής ποιότητας, όπως η Αιγιαλεία, ήταν κατά της αφαίρεσης του πλεονάσματος. Επίσης, κατέκριναν το σύστημα του παρακρατήματος οι κάτοικοι των επαρχιών Καλαμών, Κορινθίας και Ζακύνθου, διότι φοβόντουσαν, ότι θα περιόριζε το εμπόριο και ότι θα επέφερε μόνον πρόσκαιρη βελτίωση των τιμών, ενώ μακροχρόνια θα καθιστούσε την κρίση εντονότερη και μονιμότερη. Αντίθετα η Πάτρα, ο Πύργος και οι άλλες περιοχές της Hλείας ήταν υπέρ της παρακράτησης.

Το μέτρο αυτό ήταν μία πρώτη προσπάθεια του Κράτους να ασκήσει σταφιδική πολιτική και προς στιγμή σταθεροποίησε τις τιμές. Τελικά, όμως, δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, λόγω έλλειψης δικτύου αποθηκών, οπισθοδρομικής οργάνωσης της παραγωγής, υποτυπώδους εσωτερικής αγοράς, ανυπαρξίας συνεταιρισμών, τοκογλυφικού πιστωτικού συστήματος και άκρατου κομματισμού, συν η άμεση εξάρτηση από το αγγλικό κεφάλαιο. Επιπλέον, τα κεφάλαια, που εισπράχθηκαν από την εκποίηση της παρακράτησης, δεν χρησιμοποιήθηκαν για την βελτίωση της παραγωγής, αλλά για την δημόσια διοίκηση και το δημόσιο χρέος και αυτό επιδείνωσε την κατάσταση. Ακόμα πιο πολύ επιδεινώθηκαν τα πράγματα από τις καταχρήσεις υπαλλήλων και αποθηκαρίων της παρακράτησης, οι οποίοι εξέδιδαν πλαστά δελτία. Πολλοί από αυτούς οδηγήθηκαν στις φυλακές και οι δίκες έμειναν γνωστές ως «Ο Παναμάς της παρακρατήσης».

Επειδή η κατάσταση, παρά τα μέτρα, δεν βελτιώθηκε, προκλήθηκαν νέες ισχυρές κοινωνικές εντάσεις και πολιτικές προστριβές στη βορειοδυτική Πελοπόννησο. Οι αγρότες του νομού Αχαϊοήλιδος κινητοποιήθηκαν με ιδιαίτερη μαζικότητα και μαχητικότητα, γεγονός που ανησύχησε τους κυρίαρχους πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους, διότι οι κινητοποιήσεις αυτές ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τη νεοελληνική πραγματικότητα της εποχής. Πάγιο αίτημα των αγροτών ήταν η αναστολή των εισπράξεων των αμέσων φόρων και σε πολλές περιπτώσεις οι χωρικοί επετέθησαν στους φοροεισπράκτορες, στους δικαστικούς κλητήρες και τα όργανα της τάξης όταν αυτοί πήγαν να εισπράξουν οφειλές προς το δημόσιο, τις τράπεζες ή ιδιώτες. Ζητούσαν παράταση των χρεών τους για 10 χρόνια, με απόσβεση σε τέσσερα χρόνια και ετήσιο επιτόκιο 6% μέχρι την οριστική εξόφληση και να τους επιτραπεί να πουλήσουν τη σταφιδοπαραγωγή τους σε ξένους εμπόρους, ώστε να εξοικονομήσουν χρήματα, για να πληρώσουν τα χρέη τους.

Το κίνημα αυτό των σταφιδοπαραγωγών επαρχιών της Πελοποννήσου ήταν μία πολιτική εξέγερση κατά της οικονομικής καταστροφής και της εξαθλίωσης, ενός πληθυσμού, ο οποίος προσπαθούσε να διατηρήσει τις συνθήκες διαβίωσης του και να υπερασπιστεί το προϊόν του, που απειλείτο από την αυξανόμενη οικονομική κρίση. Οι πρωτοβουλίες δε για τις κινητοποιήσεις αυτές δεν είχαν αγροτική προέλευση, ούτε έφεραν αντιμέτωπες κοινωνικές τάξεις, αλλά διευθύνονταν από μεγαλοϊδιοκτήτες, σταφιδεμπόρους, κομματικούς παράγοντες ή προσωπικότητες της περιοχής ενώ, οι μικροί καλλιεργητές και οι ημερομίσθιοι, που αποτελούσαν τη βάση των κινητοποιήσεων, ακολουθούσαν τους ταγούς, με τους οποίους οι σχέσεις τους ήταν πάντοτε καλές, είχαν κοινούς στόχους και αλληλοβοηθούνταν .

Στο πολιτικό πεδίο το κίνημα των σταφιδοπαραγωγών, που κατ’ ουσία ήταν κίνημα τοπικής υπεράσπισης, εξυπηρέτησε την αντιπαλότητα των κομμάτων, τα οποία ανακάλυψαν ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης, με τους εχθρούς της εκάστοτε εξουσίας να εκμεταλλεύονται την αγροτική δυσαρέσκεια.

Τα πιο σημαντικά αιτήματα ήταν η ίδρυση Γενικών Αποθηκών, ώστε να περιοριστεί το επιζήμιο σύστημα των προπωλήσεων και η κρατική βοήθεια, για τη χρηματοδότηση ενός συνεταιριστικού οργάνου, το οποίο θα ανελάμβανε την αποθήκευση των πλεονασμάτων και την εμπορία της σταφίδας, ενώ οι έμποροι ζητούσαν απλή εξισορροπιστική κρατική παρέμβαση.

H ιδέα ίδρυσης συνεταιρισμών σταφιδοπαραγωγών είχε προταθεί από πολύ νωρίς (1858) και παρ’ ότι έκτοτε υψώθηκαν αρκετές φωνές, που συνηγορούσαν, χωρίς, βέβαια, να παραβλέπονται και οι αντιρρήσεις, που διατυπώθηκαν, μέχρι τα τέλη του αιώνα επικρατούσε η άποψη, ότι δεν ήταν ακόμα ώριμες οι συνθήκες για τη δημιουργία τους.

Στις 15-22 Σεπτεμβρίου 1896 διεξήχθη στην Πάτρα το Α’ Σταφιδικό Συνέδριο, με σκοπό να θέσει τις βάσεις για την ανάπτυξη της βιομηχανίας του οινοπνεύματος και να μελετήσει τα μέτρα, που θα υπέβαλε στην Κυβέρνηση για βελτίωση της τύχης της σταφίδας και αποτροπή μελλοντικής κρίσης.

Τον Οκτώβριο 1898 πραγματοποιήθηκε πάλι στην Πάτρα, με πρωτοβουλία της “Ενώσεως Σταφιδοκτημόνων Πατρών” το Β’ Σταφιδικό Συνέδριο, το οποίο ασχολήθηκε με το παρακράτημα, τη σύσταση Σταφιδικής Τράπεζας, την ενίσχυση του θεσμού των Γενικών Αποθηκών και τη βελτίωση της ποιότητας της σταφίδας και των συνθηκών εμπορίας της. Η πιο σημαντική απόφαση, που ελήφθη, ήταν η ίδρυση της Σταφιδικής Τράπεζας, ενώ οι μικροί σταφιδέμποροι και σταφιδοκτηματίες και οι φτωχοί σταφιδοκαλλιεργητές ζητούσαν επίμονα την κατάργηση της παρακράτησης.

Στις 15 Ιουνίου 1899 ψηφίστηκε από τη Βουλή το σταφιδικό νομοσχέδιο και με τον Νόμο ΒΦΠΓ’ της 17ns Ιουνίου 1899 “περί φορολογίας του σταφιδοκάρπου και περί συστάσεως Σταφιδικής Τραπέζης”, η τελευταία πήρε τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας. Στις 27 Ιουνίου 1899 οι αντιπρόσωποι των σταφιδοφόρων περιοχών συγκεντρώθηκαν στο Δημαρχείο των Πατρών και ίδρυσαν την Σταφιδική Τράπεζα, η οποία εγκρίθηκε με Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στις 27 Ιουνίου 1899 και από τον Αύγουστο του ίδιου έτους ανέλαβε τη διαχείριση της παρακρατημένης σταφίδας. Επρόκειτο για ένα πρώιμο πείραμα λειτουργίας αυτόνομου οργανισμού, υπό την εποπτεία του Κράτους.

Έδρα της Τράπεζας, που είχε καθαρά συνεταιριστική μορφή, ορίστηκε η Πάτρα και μέτοχοί της ήταν όλοι οι σταφιδοκτήμονες της περιοχής, που κατά ορισμένες εκτιμήσεις έφθαναν τους 40.000. Το κεφάλαιο της ήταν το καθαρό προϊόν της ετήσιας είσπραξης από την πώληση της σταφίδας και απ’ αυτό καθοριζόταν και το ύψος των δανείων, που θα χορηγούσε. Υποκαταστήματα της Τράπεζας ιδρύθηκαν στον Πύργο, τα Φιλιατρά, την Καλαμάτα, την Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά.

Φαίνεται, όμως, ότι το Δ.Σ. της δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί πλήρως το μέγεθος της αποστολής, που είχε αναλάβει, ούτε να υπερβεί τις συνηθισμένες ιδιοτέλειες και μικρότητες, με συνέπεια οι διορισμοί του προσωπικού να γίνουν με κομματικά και προσωπικά κριτήρια και να επιλεγούν άνθρωποι ανίκανοι, αγράμματοι και ανυπόληπτοι.

Η Τράπεζα δεν είχε το δικαίωμα να εξάγει σταφιδόκαρπο στο εξωτερικό, ούτε να τον εμπορευτεί στο εσωτερικό της χώρας, αλλά επιτρεπόταν μόνο η κατεργασία του στο εσωτερικό για την παρασκευή οινοπνεύματος. Έτσι, μέσω της παρακράτησης, η ελληνική βιομηχανία έβρισκε άφθονη και φθηνή πρώτη ύλη για την παρασκευή οινοπνεύματος, οι δε οινέμποροι μπορούσαν να το εξαγάγουν μόνο κατασκευασμένο σε οινόπνευμα.

Ένας άλλος στόχος της Σταφιδικής Τράπεζας ήταν η χορήγηση δανείων στους σταφιδοκαλλιεργητές με επιτόκιο 5-6% και η προμήθεια στους σταφιδοπαραγωγούς γεωργικών φαρμάκων σε τιμή κόστους, υπό μορφή δανείου. Τα δανειοδοτικά αυτά μέτρα ενίσχυσαν σημαντικά την σταφιδοκαλλιέργεια και ανάγκασαν τους τοκογλύφους να μειώσουν τα επιτόκια, που πριν υπερέβαιναν το 25%.

Όμως, νέα σκάνδαλα ξέσπασαν στην Καλαμάτα και τον Πύργο, με υπαίτιους μερικούς αποθηκάριους, που αρνήθηκαν να δεχτούν τον έλεγχο των επιθεωρητών και, στη συνέχεια, παραπέμφθηκαν σε δίκη για καταχρήσεις και πολλοί από αυτούς καταδικάστηκαν. Το γεγονός προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στην περιοχή, ενώ το Δ.Σ. της Τράπεζας αναγκάστηκε να παραιτηθεί και εξελέγη νέο. Τελικά, όλη η προσπάθεια αντιμετώπισης του σταφιδικού προβλήματος, που στηρίχθηκε στη Σταφιδική Τράπεζα, δεν φαίνεται να έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα, αφού η μονοκαλλιέργεια του προϊόντος συνεχίστηκε και, μάλιστα, ενισχύθηκε με τη χορήγηση των δανείων και οι τρόποι παραγωγής συνέχισαν να είναι το ίδιο αρχέγονοι και παραδοσιακοί, όπως και πριν αρκετές δεκαετίες.

Το 1902 σημειώθηκε νέα μεγάλη πτώση των τιμών της σταφίδας, η οποία οδήγησε στην κορύφωση των αδιέξοδων. Προ αυτής της καταστάσεως η Κυβέρνηση προσπάθησε το επόμενο έτος να αντιμετωπίσει την κρίση, που στο μεταξύ είχε διογκωθεί λόγω του Νέου Νόμου περί «φόρου των αμπέλων» και της φυλλοξήρας, η οποία έπληξε τα αμπέλια, το 1900. Εκδηλώθηκε παρέμβαση από τον Άγγλο πρεσβευτή για την ίδρυση «Μονοπωλίου» σταφίδας, υπό τον έλεγχο Άγγλων κεφαλαιούχων, πρόταση που δίχασε τους πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους και οδήγησε σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις και στον μαρασμό της Σταφιδικής Τράπεζας. Η ιδέα του Μονοπωλίου βρήκε μεγάλη ανταπόκριση, αλλά η κατάσταση ήταν έκρυθμη, σε σημείο που η Κυβέρνηση αναγκάστηκε να θέσει σε επιφυλακή τις δυνάμεις καταστολής.

Με τον Νόμο ΓKH’ του 1904, ο οποίος βασιζόταν στις απόψεις του πατρινού σταφιδεμπόρου Παν. Βουρλούμη, προβλέφθηκε η φορολόγηση των νέων σταφιδοκαλλιεργειών με 300 δρχ. το στρέμμα, υπέρ της  Σταφιδικής Τράπεζας, οπότε κατ’ ουσία αποκλειόταν η περαιτέρω φύτευση σταφιδαμπέλων, η οποία συνεχιζόταν, παρά το κλείσιμο της γαλλικής αγοράς. Επίσης, ορίστηκε να εισπράττει η Τράπεζα έγγειο φόρο 15% επί τηs σταφίδας κατά την εξαγωγή, ο οποίος, μαζί με το παρακράτημα, που κυμαινόταν από 12-24%, έφθανε μέχρι 39%. Τέλος, η Σταφιδική Τράπεζα οφείλε να αγοράζει υποχρεωτικά όλες τις ποσότητες της σταφίδας, που έμεναν στα χέρια των παραγωγών μετά την εξαγωγή και την αφαίρεση της παρακράτησης, στην τιμή των 125-130 δρχ.

Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση συνεχώς χειροτέρευε, υπό τις πρακτικές μιας ορισμένης κατηγορίας σταφιδεμπόρων, που, ουσιαστικά, δεν είχαν επαφή με το πραγματικό προϊόν και κερδοσκοπούσαν από την τεχνητή υποτίμηση και υπερτίμηση των δελτίων της παρακράτησης της Σταφιδικής Τράπεζας, των λαχνών, με τους οποίους “έπαιζαν” όντως στο χρηματιστήριο.

Το 1905 διαλύθηκε η Σταφιδική Τράπεζα και στη θέση της συστήθηκε, με έδρα την Αθήνα, η “Προνομιούχος Εταιρία” προς προστασίαν τns παραγωγής και της εμπορίας της σταφίδος ή “Ενιαία” όπως έμεινε να ονομάζεται, υπό την διεύθυνση του Ιωάννη Πεσμαζόγλου, διευθυντή της Τράπεζας Αθηνών, που ήταν ο κυριότερος εταίρος και με την συμμετοχή τns Banque de L’ Union Parisienne, της τράπεζας Erlanger & Co του Λονδίνου, της Societe Marseillaise και άλλων μικρότερων τραπεζικών οίκων του εξωτερικού. Η “Ενιαία” ήταν ιδιωτική κερδοσκοπική επιχείρηση και διέθετε 25 υποκαταστήματα και αποθήκες στην Πελοπόννησο και τα Επτάνησα. Το κεφάλαιό της ανερχόταν σε 20.000.000 φράγκα και αποστολή της, για μια εικοσαετία, ήταν η ρύθμιση της προσφοράς και η περιφρούρηση των συμφερόντων του Κράτους. Πpos τούτο αγόραζε κάθε προσφερόμενη ποσότητα σταφιδοκάρπου αντί 115 δρχ. στην αρχή εκάστου έτους ή προς 100-145 δρχ. (ανάλογα με την ποιότητα), στο τέλος, διέθεται δωρεάν αποθηκευτικούς χώρους σε όσους ήθελαν να αποταμιεύσουν τον σταφιδόκαρπο, για να λάβουν τα αντίστοιχα δελτία ή παρείχε δάνεια με ενέχυρο τον σταφιδόκαρπο, που ήταν αποθηκευμένος στους χώρους της, με επιτόκιο 6% και μέχρι τα 3/4 της αξίας της αποθηκευμένης σταφίδας, ανελάμβανε την είσπραξη, επί του εξαγομένου καρπού, της εισφοράς και του εγγείου φόρου, σε χρήμα και σε είδος, καθώς και τη βιομηχανική του διάθεση. Επίσης, ανελάμβανε την πληρωμή στο Δημόσιο του εγγείου φόρου, που ανερχόταν σε 4-4,5 εκατομμύρια δραχμές κάθε έτος και, τέλος, επέβλεπε την τήρηση των διαφόρων σταφιδικών Νόμων και φρόντιζε για τη διαφήμιση της σταφίδας.

H ίδρυση της “Ενιαίας” η οποία τελικά διαλύθηκε το 1924, σηματοδότησε την εμφάνιση και παρέμβαση του μεγάλου τραπεζικού κεφαλαίου στον χώρο της αγροτικής πίστης και, γενικότερα, της αγροτικής παραγωγής και εγκαινίασε μία νέα περίοδο για την εθνική οικονομία.

Έντονες αντιρρήσεις, για τις καλές προθέσεις των κεφαλαιούχων της «Eνίαιας» και για την αποτελεσματικότητά της, στην αντιμετώπιση του σταφιδικού ζητήματος, διατύπωσε με πολύ διορατικότητα ο Βουλευτής Αχαΐας Δημήτριος Γούναρης, άριστος γνώστης του σταφιδικού ζητήματος, κατά τη συζήτηση στη Βουλή του σχετικού Νόμου.

Σύμφωνα με τη σύμβαση, με την οποία ιδρύθηκε η «Ενιαία» σταματούσαν οι διώξεις των σταφιδοπαραγωγών για τα παλαιά τους χρέη προς τη Σταφιδική Τράπεζα, αίτημα που προβάλετο πάγια από τον σταφιδικό κόσμο και καθορίζονταν οι όροι βάσει των οποίων η «Ενιαία» θα έκανε τον διακανονισμό των σχέσεων της με τους παλιούw αυτούς οφειλέτες.

Όσο για την Τράπεζα Αθηνών, προσέβλεπε σε οφέλη από τη σύσταση της «Ενιαίας» κυρίως με το να διαχειρίζεται τις τραπεζικές εργασίες μιας επιχείρησης που από πλευράς κεφαλαίων και κύκλου εργασιών ήταν η μεγαλύτερη μη τραπεζική ελληνική εταιρεία, αλλά και από τα αναμενόμενα μερίσματα. Παρά τον ενθουσιασμό που ακολούθησε την ίδρυσή της, η «Ενιαία»  δεν ανταποκρίθηκε στον σκοπό της. Τουναντίον, μειώθηκαν οι εξαγωγές σταφίδας, από το πρώτο κιόλας έτος λειτουργίας της κατά 30%. Κύριο μέλημα της διοίκησής της κατέληξε να είναι η χρηματοδότηση των εταιρειών, που δημιουργήθηκαν από αυτή, οι οποίες αγόραζαν την παρακράτηση σε ευτελέστατη τιμή και πουλούσαν το οινόπνευμα και τον οίνο, που παρήγαγαν σε πολλαπλάσια υψηλότερη, η οποία τους εξασφάλιζε μεγάλα κέρδη, τα οποία με διάφορα τεχνάσματα καρπώθηκαν άτομα ξένα προς τους σταφιδοπαραγωγούς. Με αποτέλεσμα κάποιοι επιτήδειοι κατόρθωσαν να πλουτίσουν από τον μόχθο των σταφιδοπαραγωγών.

Η ίδρυση της «Ενιαίας» με έδρα την Αθήνα, απορρόφησε από την πρωτεύουσα της Αχαΐας σημαντικά τοπικά κεφάλαια και υποβάθμισε την οικονομική της ζωή, διότι μειώθηκαν σημαντικά οι εξαγωγές από το λιμάνι και αυξήθηκαν από τον Πειραιά. Έκτοτε η χρυσή εποχή της σταφίδας θα είναι για την Πάτρα μελαγχολικό παρελθόν.

Το ζήτημα της σταφίδας δεν φαίνεται να άφησε αδιάφορες τις Κυβερνήσεις καθ’ολό τον 19ο αιώνα, αν κρίνουμε από τον μεγάλο αριθμό νόμων που ψηφίστηκαν. Όμως ακολουθώντας τις φιλελεύθερες οικονομικές θεωρίες, αφέθηκε ελεύθερη η ανάπτυξη της σταφιδοκαλλιέργειας και της εμπορίας της σταφίδας και εκείνο που ενδιέφερε ήταν να διατηρείται το εμπόρευμα, κατά το δυνατόν, σε καλή κατάσταση και να τηρούνται σωστά οι ενδείξεις για τις διάφορες ποιότητες της σταφίδας, που αποστέλλονταν στις ξένες αγορές. Η συχνή, αλλαγή του εκάστοτε ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος και η αναθεώρηση και συμπλήρωση των διαφόρων νόμων, αποδεικνύει, ότι όλα γίνονταν χωρίς προηγούμενη μελέτη, γι’ αυτό και κατέληγαν σε αποτυχία. Υπήρξαν νομοθετικές ρυθμίσεις αυτοαναιρούμενες εξ ορισμού, όπως η επιβολή της παρακράτησης, η οποία, για να ήταν αποτελεσματική θα έπρεπε να είχε συνδυαστεί με την, έστω, και προσωρινή απαγόρευση φύτευσης νέων σταφιδαμπελώνων. Η απαγόρευση δε νέων φυτειών σταφιδαμπέλου, ναι μεν ήταν ένα σημαντικό μέτρο για να μην επιταθεί κι άλλο η σταφιδική κρίση, ο αυθαίρετος, όμως, τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε, έβλαψε το μέλλον του προϊόντος, διότι στις ενδεδειγμένες σταφιδοφόρες περιοχές και δια του εξαναγκασμού των παραγωγών καλής ποιότητας σταφίδας να αγοράζουν δελτία παρακράτησης λιγότερο καλής ποιότητας, ενθαρρυνόταν η διατήρηση των σταφιδοκαλλιεργειών στα πλέον ακατάλληλα εδάφη

Για τις ελληνικές Κυβερνήσεις του 19ου αιώνα, από τους κύριους στόχους της εμπορικής τους πολιτικής, ήταν και η προώθηση των συναλλαγματοφόρων σταφιδοεξαγωγών, κάτι που εκμεταλλεύθηκαν οι ξένες Κυβερνήσεις, για να επιτύχουν τροποποιήσεις του δασμολογίου υπέρ των προϊόντων τους. Αντίθετα, οι Ελληνικές Κυβερνήσεις δεν είχαν τέτοιες δυνατότητες, αφού δεν διέθεταν εναλλακτικούς αγοραστές της σταφίδας. Έτσι οι Γάλλοι πέτυχαν, το 1867, νομοθετική ρύθμιση, με την οποία απαλλάσσονταν από τον εισαγωγικό δασμό τα γαλλικά κατεργασμένα δέρματα, ρύθμιση που έθετε εκποδών τα δέρματα της Ερμούπολης από τις αγορές της Ανατολικής Μεσογείου. Ανάλογη ήταν η ελληνογερμανική συμφωνία του 1884, για τον κλάδο κατεργασίας του σιδήρου και των μηχανοκατασκευών, ενώ η Αγγλία είχε αποσπάσει παρόμοια ανταλλάγματα με εμπορική συνθήκη, που συνήψε, το 1890. Δυστυχώς, η επιβίωση του κοινωνικού καθεστώτος της Ελληνικής Ανεξαρτησίας και των Ελλήνων πολιτικών, ως διαχειριστών του, ήταν αποκλειστικά εξαρτημένη από την μεγαλοθυμία των “προστάτιδων” δυνάμεων, με συνέπεια να είναι αδιανόητη κάθε πολιτική δασμολογικής προστασίας της εσωτερικής αγοράς, που θα έθιγε τα συμφέροντα των δυνάμεων αυτών.

Αλλά η χειρότερη πράξη στην κωμωδία, που παίχθηκε σε βάρος του σταφιδεμπορίου, ήταν το δάνειο της εκριζώσεως, εκ 1 2,5 εκατ. δραχμών, το οποίο συνήφθη από την “Προνομιούχο Εταιρεία” με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, για την αποζημίωση όσων θα ξερίζωναν τις σταφιδαμπέλους τους. Διότι οι σταφιδάμπελοι που εκριζώθηκαν κατ’ ουσία ήταν ή εγκαταλελειμμένοι ή χαμηλής απόδοσης (ασύμφοροι), οπότε ή θα έμεναν χέρσοι ή θα χρησιμοποιούνταν για πιο αποδοτικές καλλιέργειες ή ευρίσκοντο στα περίχωρα των πόλεων και τα εδάφη τους είχαν οικοπεδική αξία, οπότε αργά ή γρήγορα θα εκριζώνονταν. Δηλαδή ό,τι διετέθη γι’ αυτό το σκοπό, διετέθη χωρίς αντίκρισμα.

Η κύρια, όμως, αιτία της σταφιδικής κρίσης, όπως απεδείχθη αργότερα, ήταν η οικονομική εγκατάλειψη των σταφιδοκτημόνων, που επιβαρύνονταν με υπέρογκα έξοδα καλλιέργειας και υπερβολικούς τόκους και όχι η υπερπαραγωγή, όπως πίστευαν κάποιοι. Και αυτό δεν φαίνεται να το αντελήφθη το Κράτος, διότι ευσχημοφανώς απέφευγε κάθε συνδρομή προς αυτούς, αλλά ανελλιπώς φρόντιζε, ακόμα και κατά τις πλέον οξείες περιόδους κρίσεως, να εισπράττει τους βαρείς φόρους, που είχε επιβάλει επί του προϊόντος.

Τέλος, η παντελής απουσία κρατικού ελέγχου επί των δραστηριοτήτων της «Ενιαίας», ώθησε ακόμα πιο πολύ τα πράγματα προς την κρίση. Και ναι μεν τα πρώτα έτη της ίδρυσης της εξυγίανε κάπως το σταφιδεμπόριο, με τη διάθεση μεγάλων αποθεμάτων παρακράτησης της σταφίδας, οι εν συνεχεία, όμως, ατασθαλίες, οι ποικίλες παραβάσεις των Συμβάσεων, η αισχροκέρδεια επί των δελτίων παρακράτησης, τα ελλείμματα των αποθηκών παρακράτησης κ.λπ., επέσυραν την καταδίκη της στη συνείδηση του σταφιδικού κόσμου, αλλά και ενώπιον των Δικαστηρίων.

Για την αντιμετώπιση της κατάστασης προτάθηκε από πολλούς η ίδρυση δικτύου σταφιδικού Συνεταιρισμού, που να συνδέονται με τη μορφή της Ενώσεως ή της Ομοσπονδίας, το οποίο να έχει ως αποστολή τη ρύθμιση της προσφοράς, την οικονομική εξυγίανση των παραγωγών και τη βελτίωση των συνθηκών και των μέσων της παραγωγής. Επιπλέον, υποστηρίχθηκε, ότι θα βοηθούσε στο ξεπέρασμα της Κρίσης η διακοπή των επιδοτήσεων για εκριζώσεις, η ρύθμιση του ποσοστού της παρακράτησης, ανάλογα με την παραγωγή και τις τιμές της σταφίδας, η ρύθμιση της απαγόρευσης φορολογίας των νέων φυτειών, ανάλογα με τη μέση απόδοση των σταφιδαμπέλων κατά περιφέρεια, η επιδίωξη επέκτασης των εξαγωγών και προς τη Σερβία και τα νέα κράτη, που προήλθαν από τη Ρωσία, η λήψη πιο σοβαρών μέτρων για τη διευκόλυνση της αγροτικής πίστης, η επιδίωξη οικονομικότερης και αποδοτικότερης καλλιέργειας των σταφιδαμπέλων, κ.λπ.

Τη δεκαετία 1880 προωθήθηκε σημαντικά το σταφιδεμπόριο, αφού οι μεγάλοι τοπικοί σταφιδεμπορικοί οίκοι του Αίγιου είχαν αναδειχθεί μέσα από τις σχέσεις τους με τους Πατρινούς και, κυρίως, με τους ξένους σταφιδεμπόρους, που βρίσκονταν εγκατεστημένοι στην Πάτρα.

Ένας άλλος δεσμός μεταξύ των δύο πόλεων αναπτύχθηκε μέσω του εμπορίου κουκουλιών, με το οποίο ασχολούντο ξένοι εμπορικοί οίκοι, που είχαν επίκεντρο της δράσης τους την Πάτρα και διαδικασία αυτονόμησης της εμπορικής εξαγωγικής δραστηριότητας του Αίγιου από την Πάτρα και προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και το Κατάκωλο, η Καλαμάτα, η Μαραθούπολη, η Κυπαρισσία και η Πύλος, που κι αυτές επιχείρησαν να σχηματίσουν εμπορικές ατομικότητες. Παρ’ όλα αυτά η Πάτρα παρέμεινε για πολλά ακόμα χρόνια το κέντρο ενός ευρέως πιστωτικού δικτύου, που εκτεινόταν σε μια μεγάλη ενδοχώρα.

Ειδικά, όσον αφορά το Αίγιο, οι δύο πόλεις συνδέονταν με γενικότερους οικονομικούς δεσμούς, που ξεπηδούσαν μέσα από τις εμπορικές σχέσεις, οι οποίες είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα τους προεκτείνονταν και σε κοινωνικό επίπεδο. Φυσικά, οι πιο σημαντικές σύνδεσεις υπήρχαν στο σταφιδεμπόριο, αφού οι μεγάλοι τοπικοί σταφιδεμπορικοί οίκοι του Αιγίου ειχαν αναδειχθεί μέσα από τις σχέσεις τους με τους Πατρινούς και, κυρίως, με τους ξένους σταφιδέμπορους, που βρίσκονταν εγκατεστημένοι στην Πάτρα. Ένας άλλος δεσμός μεταξύ των  2 πόλεων αναπτύχθηκε μέσω του εμπορίου κουκουλιών, με το οποίο ασχολούνταν ξένοι εμπορικοί οίκοι, που είχαν επίκεντρος της δράσης τους την Πάτρα και σχετίζονταν και με το σταφιδεμπόριο, όπως ο οίκος Fels. Η σηροτροφία ήταν πολύ επικερδής απασχόληση για τις αγροτικές οικογένειες και για αυτό οι επιχειρήσεις αυτές είχαν οικογενειακή μορφή. Η Αιγιαλεία ήταν η περιοχή, που παρήγαγε τα πιο πολλά κουκούλια, τα οποία κατευθύνονταν στην Πάτρα για εξαγωγή και μάλιστα τις αρχές του 20ου αιώνα λειτούργησε στην Τρυπητή Αιγίου και μεταξοκλωστήριο παλλαϊκής τεχνολογίας ιδιοκτησίας Μπομπόκου.

Τον Αύγουστο του 1906 εκδηλώθηκε στο Αίγιο εξέγερση των σταφιδοπαραγωγών της περιοχής, η οποία είχε μεγάλη ένταση και αποτυπώνει τη δεινή θέση τους, ακόμη και σε μία περιοχή που λόγω καλής ποιότητας του προϊόντος η κρίση φαινόταν να είναι μακρια. Συγκεκριμένα οι παραγωγοί της Αιγιαλείας, αφού απέκρουσαν την καθιερωμένη από τους σταφιδεμπόρους μέθοδο πληρωμής, όχι σε τιμή, που θα συμφωνείτο κατά την παράδοση του προϊόντος, αλλά στην τρέχουσα τιμή, κατά το τέλος της πώλησης, εξεγέρθηκαν κατά των εμπόρων και αρνήθηκαν να παραδώσουν τον σταφιδόκαρπο. Οι έμποροι, για να τους εξαναγκάσουν σε υποχωρήσει, προέβησαν σε αγορά κορινθιακού προϊόντος. Αυτό εξερέθισε ακόμα πιο πολύ τους παραγωγούς και πολλοί από αυτούς, καταγόμενοι από τα χωριά Μορλά, Σελιανίτικα, Τέμενη και Ζευγολατιό έφθασαν στο Αίγιο με μαύρες σημαίες και πραγματοποίησαν συλλαλητήριο.

Επίσης, πραγματοποίησαν εφόδους στις σταφιδαποθήκες, αποπειράθηκαν να πυρπολήσουν τα σπίτια των σταφιδεμπόρων και έφθασαν μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό, όπου έβαλαν φωτιά και κατέστρεφαν δύο βαγόνια με φορτίο κορινθιακής σταφίδας. Τελικά, με πολύ κόπο και με ενισχύσεις από την Πάτρα και την Αθήνα, οι αρχές κατόρθωσαν να τους συγκρατήσουν και να αποκαταστήσουν την τάξη.

H σταφιδική κρίση με τις ιδιαιτερότητές της συνέβαλε στη δημιουργία ορισμένων αλλαγών από την πλευρά του Κράτους και από την πλευρά της σταφιδικής κοινωνίας. Το μεν Κράτος αναγκάστηκε να ασκήσει παρεμβατική πολιτική, λαμβάνοντας διάφορα προστατευτικά μέτρα, ενώ η σταφιδική κοινωνία οργανώθηκε δυναμικά και ανέπτυξε συλλογικές δράσεις, που επεκτάθηκαν και σε άλλα κοινωνικά στρώματα. Για τη νεοελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα οι μαζικές κινητοποιήσεις και τα συλλαλητήρια ήταν άγνωστα. Σε πολλές πόλεις δημιουργήθηκαν κτηματικοί και εμπορικοί σύλλογοι και επιτροπές συλλαλητηρίων, ενώ στις διάφορες κινητοποιήσετε, που έγιναν, συμμετείχε όλος ο αγροτικός κόσμος, ακόμα και γυναίκες. Η ενεργητικότητα αυτή των αγροτικών πληθυσμών, ήταν το πρώτο έναυσμα, για να δημιουργηθούν αργότερα οι συνεταιρισμοί, δια των οποίων παρενέβη το Κράτος και θεσμοθέτησε υπέρ των σταφιδοπαραγωγών διάφορες ρυθμίσεις.

Βέβαια, μέσα στο μέγεθος της οικονομικής κρίσης της τελευταίας δεκαετίας του αιώνα, οι λύσεις, που δόθηκαν, δεν ήταν αρκετές, για να αντιμετωπίσουν ριζικά το όλο ζήτημα, με συνέπεια, μεγάλο ποσοστό σταφιδοκαλλιεργητών να εγκαταλείπουν τις φυτείες τους και να τραπούν προς τη μετανάστευση και την αστυφιλία. Αυτό επιβεβαιώνει μία πάγια ιστορική διαπίστωση ότι κατά τον 19ο αιώνα, κάθε ευρωπαϊκή κοινωνία, ανέπτυξε μία δεδομένη στιγμή, τη δική ως λογική και τη δική ως  συνοχή, δια των οποίων εισήλθε σε μία περίοδο προοδευτικής αποδιάρθρωσης.

Μετά το 1905 το σταφιδικό ζήτημα άρχισε να χάνει την παλαιό του οξύτητα, λόγω μετανάστευσης και αστυφιλίας, αλλά και λόγω του ότι έγιναν διαφοροποιήσετε στα είδη καλλιέργειας. Ο καπνός και η παραγωγή οινοποιήσιμων σταφυλιών άρχισαν να υποκαθιστούν τη σταφίδα, ως κύριες βιομηχανικές και εξαγωγικές φυτείες, γεγονός που υποβοηθήθηκε από το νόμο ΓΧΟΔ’ ως 27ns Μαρτίου 1910, με τον οποίο διευκολυνόταν η εκρίζωση σταφιδαμπέλων επί αποζημιώσει των καλλιεργητών τους. Τέλος, η ίδρυση ως  «Ενιαίας» και η ανάληψη από αυτή του διακανονισμού των οικονομικών εκκρεμοτήτων μεταξύ Σταφιδικής Τράπεζας και παλαιών οφειλετών ως , συνετέλεσε τα μέγιστα στην αποφόρτιση του κλίματος, αφού ικανοποιήθηκε το πάγιο αίτημα του σταφιδικού κόσμου, να σταματήσουν οι διώξει τους γι’ αυτά τα χρέη τους.

Περίοδος1821 και εξήςShare

Δήμος Βέλου Βόχας © {2023}. ALL RIGHTS RESERVED.