Δ΄ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ
157. Τα βουτσία ή βαρέλια των ταριχευμένων οψαρίων εμπορούν να εξαχθούν από το πλοίον· εννοείται δε, όταν τα δέματα των στεφανίων αυτών είναι από ύλην μη επιδεκτικήν μολυσμού ή καλώς κατρανωμένα έσωθεν και έξωθεν· τουναντίον, αυτά καταδύονται εις το νερόν.
158. Τα κατρανωμένα σχοινία δεν είναι επιδεκτικά, καθώς δεν είναι και τα σχοινία, τα κατεσκευασμένα από χόρτα· όσον δε περί των πρώτων, άς παρατηρηθή, ότι αυτά πρέπει να είναι προσφάτως κατρανωμένα και κίτρινα από το κατράνι.
Δεν αρκεί, αν προ καιρού το σχοινίον εκατρανώθη· διότι, αφού κατετρίφθη το κατράνι και το σχοινίον κατέστη λευκόν, αποκαθίσταται πάλιν επιδεκτικόν μολυσμού.
Δεν ωφελεί, αν εις το εσωτερικόν του σχοινίου φαίνωνται ίχνη του κατρανίου· διότι, όταν αυτό δεν καλύπτη πλέον όλην την επιφάνειαν του σχοινίου, ως είναι αναγκαίον, και όταν το σχοινίον, δια την πολυκαιρίαν, εξ ολοκήρου απεστερήθη πάσης πνευματώδους αντιμιασματικής ποιότητος, τότε τα φαινόμενα αυτά ίχνη είναι ανωφελή.
159. Τα σχοινία, τόσον τα καλώς κατρανωμένα, όσον και τα εκ χόρτου κατεσκευασμένα, δια να ελευθερωθούν από την εκκάθαρσιν, πρέπει να περάσωσι δια΄του θαλασσίου νερού.
160. Τα μέταλλα οποιουδήποτε είδους, κατεργασμένα ή ακατέργαστα, εις νομίσματα ή εις οποιαδήποτε είδη, πρέπει να περάσουν δια καταδύσεως εις καλόν οξίδιον, τουλάχιστον έν τέταρτον της ώρας· εάν δε είναι μεγάλης ποσότητος, η εργασία γίνεται εν τώ λοιμοκαθαρτηρίω και τότε εκβάλλονται από τα βαρέλια και βρέχονται ώρας τινάς. Και το θαλάσσιον νερόν δύναται να χρησιμεύση ως αντιμιασματικόν εις αυτά.
Εάν δε ο κύριος αυτών δεν στέργη να έκβωσιν από τα βαρέλια, τότε καθαρίζονται ως εφεξής:
α΄. Βάλλονται αυτά εις έν βουτσίον με δέματα από βούρλον και τρυπημένον, το οποίον καταδύεται και μένει 48 ώρας εις την θάλασσαν·
β΄. Εις μέρος, όπου το κύμα κτυπά κατά συνέχειαν, δένεται το βουτσίον διά σχοινίου κατρανωμένου εις πάσσαλον εμπηγμένον εις την θάλασσαν·
γ΄. Το βουτσίον πρέπει να σαλεύεται δια μακρού ξύλου, δια να συσσαλεύωνται και τα εν αυτώ εγκλειόμενα είδη, δια να δέχωνται όλα την ενέργειαν του νερού.
Τμήμα Ζ΄
Περί καθαρισμού των πλοίων και των πραγματειών
με πιστοποίησιν ύποπτον ή ακάθαρτον
161. Όταν πρόκειται λόγος περί πλοίου φέροντος, ή μη φέροντος, πραγματείας και προερχομένου με πιστοποίησιν ύποπτον ή ακάθαρτον, πρέπει να παρατηρήται, αν το πλοίον έρχεται εις τόπον ειδικόν λοιμοκαθαρτήριον ή όχι.
Πρώτον, γίνεται λόγος περί του καθαρισμού του πλοίου ή των πραγματειών εις λοιμοκαθαρτήριον προσωρινόν και εξ ανάγκης· μετά ταύτα, περί του καθαρισμού του εις λοιμοκαθαρτήριον ειδικόν.
162. Όταν πρόκειται περί πλοίου με πιστοποίησιν ύποπτον ή ακάθαρτον, το υγειονομείον, άμα ειδοποιηθή περί τούτου, οφείλει να διορίση αυτό να πλεύση είς τινα λιμένα έχοντα τακτικόν λοιμοκαθαρτήριον.