Οι παλαιότερες γνωστές μαρτυρίες για καλλιέργεια της σταφιδαμπέλου στην Ελλάδα ανάγονται στον 14ο αιώνα μ.Χ., αλλά είναι βέβαιο ότι από την αρχαιότατα αποξηραίνοντο σταφύλια, προς παρασκευή σταφίδας. Οι σταφίδες, ασταφίδες ή σταφυλίδες, αναφέρονται από πολλούς αρχαίους συγγράφεις, η δε παροιμία «άνθρωπου γέροντος ασταφίς η κεφαλή», που χαρακτηρίζει τη ρυτιδώδη κατάσταση της σταφίδας, μαρτυρεί, ότι ήταν γνωστή ως προϊόν από πολύ παλαιό.
Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η γέννηση της αμπέλου αποδίδεται στον Διόνυσο, ο οποίος, όταν ανδρώθηκε και ανακάλυψε την χρησιμότητά της, περιπλανήθηκε στον κόσμο διδάσκοντας την καλλιέργεια αυτού του δώρου της φύσης. Ο Διόνυσος “γεννήθηκε” από τον μηρό του πατέρα του, Δία, ο οποίος τον είχε βάλει εκεί, για να ολοκληρωθεί η κυοφορία του, μετά τον θάνατο της μητέρας του Σεμέλης. Τον νεογέννητο Διόνυσο φύλαξε στη σκιά του, για να τον προστατέψει από τις φλογερές ακτίνες του Ήλιου, το κλήμα της αμπέλου, που μεταφορικά το μάτι του (κλήματος), απ’ όπου γεννιέται ο βλαστός, θυμίζει την υφή του γονάτου. Έμβλημα του θεού ήταν ένα ραβδί στολισμένο με φύλλα κισσού και αμπελόφυλλα, ο θύρσος, ενώ στο κεφάλι του έφερε στεφάνι από φύλλα και καρπούς αμπέλου. Η λατρεία του Διονύσου καθιερώθηκε στις διονυσιακές γιορτές, που συνδέονταν με την ανάπτυξη του αμπελιού, την ωρίμανση του καρπού και τον τρύγο, ενώ γύρω από την λατρεία του πλάστηκαν πολλοί μύθοι. Οι γιορτές αυτές πλαισιώνονταν με αγώνες, συμπόσια, σπονδές, ψαλμούς, χορούς και πειράγματα, που δημιουργούσαν φαιδρή ατμόσφαιρα και προκαλούσαν ευθυμία. Στις ίδιες γιορτές ανάγει τις ρίζες της και η κωμωδία. Τη στενή σχέση του Διονύσου με την αμπελουργία υποδηλώνουν και τα ονόματα των γιων του, Αμπελος, Στάφυλος και Οινοπίων.
Ο Ξενοφών στην “Κύρου Ανάβαση” αναφέρεται στην “αποξηραμένη σταφυλή” όταν περιγράφει την διάβαση των στρατευμάτων του διαμέσου της Αρμενίας και κάνει λόγο για την αφθονία των αγαθών της χώρας, στα οποία συμπεριλαμβάνει και τη σταφίδα.
Πάντως η λέξη σταφίδες, ασταφίδες στα αρχαία κείμενα, ίσως υπονοεί την σημερινή κορινθιακή σταφίδα, η οποία κατέστη είδος εμπορεύσιμο της Πελοποννήσου, των Ιονίων Νήσων και της Στερεάς Ελλάδας πριν από περίπου εξακόσια χρόνια και η οποία οφείλει την ονομασία της στους Γάλλους (Raisin de Corinthe).
Στην αρχαιότητα υπήρχε μεγάλη προτίμηση για τις σταφίδες της Ρόδου, που ήταν λευκές και μελανές, όπως αναφέρει ο Διοσκουρίδης, ενώ στα “Γεωπονικά” του Κασσιανού Βάσσου, ο Φλωρεντίνος ή Φλωρέντιος, Έλληνας συγγραφέας αγρονόμος, αναφέρεται στον τρόπο παρασκευής σταφίδας.
Μεθόδους παρασκευής σταφίδας από σταφύλια αναφέρει και ο κλασικός Λατίνος συγγραφέας αγροτικών Columella, ο οποίος μιλάει για λευκές σταφίδες, πιθανόν σουλτανίνα, συνιστά την ώρα και τη θερμοκρασία που πρέπει να γίνεται η συλλογή του καρπού, υποδεικνύει τον τρόπο απλώματός του σε καλαμιές, τη χρήση αλισίβας, που παρασκευάζεται με στάχτη από κληματίδες και τη χρήση ελαίου άριστης ποιότητας για να αποκτήσει το προς αποξήρανση προϊόν κατάλληλο χρώμα. Συνιστά επίσης την απομάκρυνση των σταφυλών της μίας από την άλλη, συνιστά την αποφυγή της υγρασίας, το σκέπασμα τη νύχτα, και την τοποθέτηση μετά την αποξήρανση σε μέρος ξηρό και σε νέα αγγεία.
O τρόπος αυτός αποξήρανσής βρισκόταν σε χρήση μέχρι το 1960 και εξασφάλιζε αρίστη ποιότητα με χαρακτηριστικό χρώμα το μπλε προς μπλε βαθύ, ρόγα αποξηραμένη σχήματος σταγόνας, φλοιό τελείως απαλό και με ξεχωριστό άρωμα. Ωστόσο η μέθοδος αυτή, μετά το 1960 εγκαταλείφθηκε λόγω υπερβολικών εργατικών εξόδων.
Τη λέξη σταφίς, με την έννοια που προαναφέραμε, μεταχειρίζεται ο Διοσκουρίδης, ο Θεόφραστος και ο Ιπποκράτης, ο οποίος, μάλιστα, κάνει λόγο και για σταφιδίτη οίνο, που τον χαρακτηρίζει δυνατόν. Όσο για την λέξη σταφίς ή ασταφίς, στην αρχαία Ελλάδα δήλωνε τον αποξηραμένο καρπό κάθε είδους σταφυλιού, τον οποίο αποκαλούσαν και σταφύλι.
Πληροφορίες για κατασκευή κρασιού από σταφίδες, παρέχει και ο Ησιοδος και γενικά ο αρχαίος ελληνικός αμπελουργικός κόσμος είχε μεγάλη προτίμηση στην κατασκευή τέτοιου κρασιού. Μάλιστα, τα στοιχεία που παραθέτει ο Ησίοδος, για τον τρύγο, κ.λπ., μπορούν να θεωρηθούν τα πρώτα διδάγματα προς παραγωγή σταφίδας εκ σταφυλών, τις οποίες αποξήραναν και χρησιμοποιούσαν προς οινοποίηση ή προς συντήρηση για μελλοντική διατροφική χρήση.
Πολλές αναφορές για αμπελώνες, κλήματα, βότρυς, κρασί και σταφίδες συναντάμε και στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, όπου η άμπελος κατέχει ξεχωριστή συμβολική σημασία. Η πρώτη πράξη του Νώε, μετά τον κατακλυσμό, ήταν να φυτέψει έναν αμπελώνα, από τον οποίο ήπιε κρασί. Αρκετές φορές στην Παλαιά Διαθήκη παραλληλίζεται η σχέση Ισραήλ και Θεού μ’ ένα αμπέλι, που ο ιδιοκτήτης φροντίζει πάρα πολύ, ενώ γενικά η άμπελος θεωρείται από τα πιο χαρακτηριστικά και ιερά σύμβολα της χριστιανικής θρησκείας. Οι αλληγορικές διηγήσεις της Καινής Διαθήκης, που έχουν κέντρο αναφοράς την άμπελο, φαίνεται να έχουν τις ρίζες τους στη διονυσιακή λατρεία, από την οποία η νέα θρησκεία δανείστηκε παραστάσεις και σύμβολα. Η παράσταση της αμπέλου κόσμησε τις κατακόμβες και τις σαρκοφάγους των πρώτων χριστιανικών χρόνων και εξακολουθεί να αποτελεί μέχρι σήμερα κεντρικό μοτίβο διακόσμησης των χώρων της χριστιανικής λατρείας.
Η αποκορύφωση, όμως, του συμβολισμού γίνεται με το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Σε κείμενο του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου ο Χριστός παραλληλίζει τον εαυτό του με την άμπελο και τον πατέρα του με τον γεωργό, ο οποίος αφαιρεί κάθε κληματόβεργα, που δεν παράγει καρπό και φροντίζει κάθε βλαστό που είναι καρποφόρος. Και νουθετεί, ότι, όπως η κληματόβεργα δεν μπορεί να καρποφορήσει από μόνη της, αν αποκοπεί από το κλήμα, έτσι και οι πιστοί δεν μπορούν να είναι χριστιανοί, όταν δεν είναι μαζί του. Γενικά, στις παραβολές της Καινής Διαθήκης, η Βασιλεία του θεού παρομοιάζεται μ’ ένα απέραντο αμπελώνα και ο ιδιοκτήτης του με τον θεό.
Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις φαρμακευτικές ιδιότητες της σταφίδας παρέχει μία σπουδαία μελέτη του πατρινού ιατρού Τραμπαδώρου, που δημοσιεύθηκε το 1904, με τον τίτλο “Η σταφίς ως φάρμακον κατά τους αρχαιοτάτους χρόνους”. Κατά τον συγγραφέα, ο οποίος με τη λέξη σταφίδα, εννοεί τα αποξηραμένα σταφύλια, οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν πολύ τη σταφίδα, ως φάρμακο, κατά πάντων παθήσεων. Ο Ιπποκράτης παρήγγειλε τη χρήση της μέλανος σταφίδος ως σηπτική κατά των διαρροιών μετά τους τοκετούς, ως αντί νευραλγικήν και παυσίπονον κατά πόνων της μήτρας, ως αντιφλεγματώδη και χολαγωγόν, ως αντί φλογιστικήν εκ διαφόρων παθήσεων των γυναικών και ως καθαρτικήν και της λευκής ως αναψυκτικού και δροσιστικού εκ πυρετών, κατά τον ίκτερον και εξωτερικά επί αποστηράτων. Ζήτημα γεννάται τι εννοούσε με τον όρο «λευκή σταφίδα»! Το πιο πιθανό είναι να πρόκειται για την “σουλτανίνα” η οποία, κατά τον Γεννάδιο, προέρχεται από την Περσία, από την περιοχή Σουλτανιέ. Μάλιστα, ο Διοσκουρίδης τη θεωρεί θρεπτικότερη της μαύρης και της αποδίδει και αυτός, θεραπευτικές ιδιότητες.
Εκτός από την κορινθιακή σταφίδα και την σουλτανίνα, υπάρχουν και άλλες ποικιλίες, όπως παρουσιάστηκαν το 1894 στην ετήσια Διεθνή Έκθεση Οπωρών στην Πετρούπολη της Ρωσίας και είναι:
α) Μικρή κιτρινωπή σταφίδα, λίγο μεγαλύτερη από την κορινθιακή, χωρίς πυρήνα.
β) Άλλη, ίδιου μεγέθους, πιο κόκκινη.
γ) Μαύρη με πυρήνα, πολύ μεγαλύτερη από την κορινθιακή.
δ) Μεγάλη ξανθή με πυρήνα.
ε) H λεγόμενη σμυρναίικη σουλτανίνα και
ζ) H περσική σουλτανίνα που καταναλωνόταν στην Ρωσία και είναι ποιοτικά κατώτερη ως σμυρναιϊκης.
Από πλευράς ποιότητας οι ελληνικές σταφίδες, κατά μία διαβάθμιση του 1895, η οποία ισχύει μέχρι σήμερα, κατατάσσονται ως πρώτη ποιότητα οι σταφίδες του Αίγιου και της Κορινθίας, δεύτερη των Πατρών, τρίτη των Ιονίων Νήσων και τέταρτη της Μεσσηνίας και της Ηλείας.
H αναμφισβήτητη εμφάνιση του προϊόντος αυτού στην περιοχή της Πελοποννήσου στηρίζεται σε μία μαρτυρία του Ιταλού εμπόρου Pegalotti, ο οποίος, στο έργο του “Pratiica de la Mercatura”, το 1340, αναφέρεται στον εμπορικό βίο της Μεσογείου, κάνει μνεία δύο εξαγωγικών λιμένων της σταφίδας, της Γλαρέτζας (Κυλλήνη) και της Κορίνθου. Από την αναφορά αυτή προκύπτει ότι ο τόπος καλλιέργειας του προϊόντος ήταν η περιοχή περί την Πάτρα και το Αίγιο.
Κατά τον Θ. Βουρλούμη, γνωστό σταφιδέμπορο των Πατρών, σε σχετική μελέτη το 1896, “Μετά την εγκατάσταση των Λατίνων εν Πελοποννήσω, η σταφίς ήρξατο να εκτιμάται υπό των κατοίκων και κατέστη αντικείμενον εμπορίας”, που σημαίνει, ότι η καλλιέργεια της σταφιδαμπέλου χρονολογείται από πολύ παλαιότερα. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι έχουν διασωθεί και δημοσιευθεί οι τρέχουσες τιμές της σταφίδας, γνωστής τότε ως “Raisin de Currant” στις διάφορες αγορές της Αγγλίας. Πολύ πιθανόν, η συστηματοποίηση της μεθόδου αποξήρανσης και η εμπορευματοποίηση του αποξηραμένου καρπού, όσο κι αν είχε ανάγκη χρόνου μακρού, είναι φυσικό να σημείωσε μία βαθμιαία εξέλιξη, σε διάφορα στάδια, ανάλογα με τις κοινωνικές, εμπορικές και συγκοινωνιακές συνθήκες της εποχής εκείνης.
Ένα προϊόν, το οποίο δεν αποτελεί άμεση ανάγκη, αλλά συνήθεια, απαιτεί πολύ χρόνο για να καταστεί απαραίτητο σε μία κατηγορία ανθρώπων, όταν, μάλιστα, πρόκειται για προϊόν, το οποίο επί τόσους αιώνες θεωρείτο καρπός άνευ ιδιαιτέρας σημασίας, που όμως άρχισε σιγά-σιγά να καταλαμβάνει ξεχωριστή θέση μεταξύ ομοειδών προϊόντων. Δεν μπορούμε λοιπόν να προσδιορίσουμε πόσες γενιές Πελοποννησίων και επί πόσους αιώνες χρησιμοποιούσαν τη σταφίδα σαν κοινό σταφύλι ή αγνοούσαν τη χρησιμότητα της αποξηραμένης.