Το σταφιδικόν ζήτημα απασχολεί από πολλών ετών και την Βουλήν και τον τύπον και την κοινήν καθόλου γνώμην, πολύ δε δικαίως· διότι η σταφίς δεν είναι μόνον το αποκλειστικόν προϊόν, εξ ου αποζώσι τόσαι επαρχίαι εν Ελλάδι, αλλά και ο κυριώτατος οικονομικός παράγων της χώρας. Η εξ αυτής εθνική πρόσοδος ανήρχετο πάλαι ποτέ εις 60 και επέκεινα εκατομμύρια ετησίως, εξ ης 5-6 εκατομμύρια εισήρχοντο εις το δημόσιον, ως εξαγωγικός δασμός, άλλα δε τόσα περίπου εις τα δημοτικά και λιμενικά ταμεία, ως δημοτικοί φόροι ή λιμενικά τέλη. Και είναι μεν αληθές ότι, αφ’ ης εξερράγη η τελευταία σταφιδική κρίσις εν έτει 1893, η εκ της σταφίδος πρόσοδος εμειώθη κατά πολύ· αλλά και ούτω δεν έπαυσε το περί ου ο λόγος προϊόν να είναι ο πρώτιστος οικονομικός παράγων της Ελλάδος. Εκ τούτου καθίσταται ευεξήγητον και το μέγα ενδιαφέρον, όπερ αείποτε προκαλεί το σταφιδικόν ζήτημα παρ’ ημίν, – εκτός, εννοείται, εκείνων και μόνων, οίτινες δι’ ουδέν απολύτως ζήτημα πολυσκοτίζονται και επί του προκειμένου δεν θα εδυσκολεύοντο ν’ αναφωνήσουν: «Μα επί τέλους δεν θα μας αφήσουν ησύχους αυτοί οι σταφιδοπαραγωγοί; Το Κράτος έκαμεν ό,τι εμπόρεσε δι’ αυτούς. Καθιέρωσε την παρακράτησιν, συνέστησε την Ενιαίαν· τι άλλο ζητούν πλέον;».
Εις τους οπαδούς τούτους της αρχής του «δεν με μέλει» και «μη χάνεσαι», προσέρχονται τώρα επίκουροι και οι περί την Προνομιούχον Εταιρείαν, οι οποίοι τελευταίον ιδίως δεν εδίστασαν να παραστήσουν τους σταφιδοπαραγωγούς ως φύσει μεμψιμοίρους κα αυτό τούτο ανοικονομήτους. Και τι δεν είπον και τι δεν έγραψαν περί αυτών! Διισχυρίσθησαν ότι οι σταφιδοπαραγωγοί φαντάζονται και το Κράτος και την Ενιαίαν ως φιλανθρωπικά καταστήματα. Παρά του πρώτου αξιούσιν αυτοί να μη έχη άλλην φροντίδα από την ιδικήν των και, ει δυνατόν να τους χαρίση τους φόρους και να δαπανήση και εξ ιδίων υπέρ αυτών.
Παρά της δευτέρας απαιτούσι να εξοδεύη μόνον χωρίς να εσοδεύη τίποτε από τους σταφιδοπαραγωγούς, εν άλλαις λέξεις να τους μοιράση, ει δυνατόν, τα κεφάλαιά της, τα οποία nota bene είναι ιδιωτικά και μάλιστα ξένα, κατά την έκφρασιν του συμβούλου της Εταιρείας κ. Δ. Στεφάνου (Σταφιδ. Βίβλος σ. 45). Έχουσιν τέλος την αξίωσιν να κάμη αυτή τ’ αδύνατα δυνατά, δια να φθάση η σταφίς εις δυσθεώρητα ύψη, μέχρι και των χιλίων δρ. το χιλιόλιτρον. Αδιάφορον εάν οι Κουτόφραγκοι θα έπαυον ούτω να τρώγωσι την σταφίδα μας, η οποία είναι είδος πολυτελείας δι’ αυτούς, ως και ημείς θα τρώγομεν το χαβιάρι δια την ακρίβειάν του. (πρβλ. αγόρευσιν Δ. Στεφάνου ε.α.). Αλλ’ αυτά είναι όνειρα πλέον απραγματοποίητα, είναι καθαρά ουτοπία, ως τοιαύτη αναξία προσοχής. Οι περί την Ενιαίαν θα είχον βεβαίως δίκαιον και όλοι οι παρ’ ημίν «δεν με μέληδες» ως τους ονομάζει η «Ακρόπολις», εάν και ίεχνος μόνον αληθείας υπήρχεν εις τους τοιούτους διισχυρισμούς των. Αλλά τοιούτό τι δεν συμβαίνει.
*
Ως προς το Κράτος παρατηρούμεν ότι ουδέποτε εθεώρησαν αυτό οι σταφιδοπαραγωγοί ως φιλανθρωπικόν κατάστημα, ουδ’ ηξίωσαν παρ’ αυτούς να τους χαρίση τους φόρους, πολύ δε ολιγώτερον να δαπανήση τι υπέρ αυτών εξ ιδίων. Αυτοί κύπτουσιν ανέκαθεν αγογγύστως τον αυχένα υπό τον δυσβάστακτον ζυγόν όλων των αμέσων και εμμέσων φόρων, οίτινες επιβαρύνουσι και τους λοιπούς Έλληνας, επί πλέον δε κατέβαλλον πριν εις το δημόσιον ταμείον και 15-19 δρχ. το χιλιόλιτρον δια τον σταφιδόκαρπόν των. Ο φόρος ούτος ανελόγει, καθ’ ον χρόνον η σταφίς ετιμάτο 200-300 δρχ. το χιλιόλιτρον, προς 5-10%. Καθ’ ον χρόνος όμως αι τιμαί της εξέπεσαν εις 100, εις 60 και άπαξ εις 40 δρχ., ούτω δε η αναλογία του φόρου του Δημοσίου ομού μετά του δημοτικού και των λιμενικών τελών ανήλθεν εις 50% και πλέον και δη επί της ακαθαρίστου προσόδου, και τότε δεν εζήτησαν αυτοί παρά του Κράτους ασυδοσίαν, ουδέ καν ισοπολιτείαν προς τας Τραπέζας, τας διαφόρους Εταιρείας και τους πλουσίους ιδιοκτήτας μεταλλείων, επί των οποίων ο φόρος ανέρχεται μόλις εις 5% επί της καθαράς προσόδου.
Εζήτησαν μόνον ανακούφισιν εκ της αυτόχρημα ληστρικής των φορολογίας, ήτις ουδαμού της υφηλίου απαντά την σήμερον, εις ουδέν απολύτως Κράτος, ούτε συνταγματικόν ούτε πεπολιτισμένον, ούτε απολυταρχικόν και βάρβαρον. Ηδύνατο να υπάρξη δικαιωτέρα ταύτης αξίωσις;
Μετά πολυετείς αγώνας επέτυχον οι σταφιδοπαραγωγοί να υποβιβασθή ο φόρος του προϊόντος των εις 15% επί της ακαθαρίστου προσόδου και δη εις είδος, ως ανέκαθεν εισπράττοντο πάντες οι έγγειοι φόροι, μετεβλήθησαν δε αυτοί εις χρήμα προς ευκολίαν των παραγωγών κυρίως.
Και δι’ αυτό το 15% συνεβλήθη το Κράτος προς την Προνομιούχον Εταιρείαν και εξησφάλισε παρ’ αυτής, επ’ ανταλλάγμασιν τις βάρος των σταφιδοπαραγωγών, 4-4 ½ εκατομμ. δρχ. ετησίως. Και ούτω δε η φορολογία της σταφίδος ομοί μετά των δημοτικών και των λιμενικών ανέρχεται εις 20% περίπου επί της ακαθαρίστου προσόδου. Ερωτώμεν δε νυν πάντα ευσυνείδητον άνθρωπον να μας είπη, εάν αυτή είναι ασυδοσία, ή μάλλον άσπλαχνος αφαίμαξις των δυστυχών σταφιδοπαραγωγών. Και ποίον αντάλλαγμα έχουσιν αυτοί οι αληθείς Παρίαι της Ελλάδος παρά του κράτους δια την τοιαύτη φορολογίαν; έχουσιν ασφάλεια περιουσίας, τιμής και ζωής; έχουσι διοίκησιν χρηστήν και ταχείαν και ακεραίαν απονομήν της δικαιοσύνης; έχουσι παιδείαν και εκκλησίαν, αξίας λόγους έχουσιν οικονομικήν πίστιν; Όχι, απόδειξις δε τρανή και αναντίλεκτος τούτου είναι η απελπισία, η εξωθούσα αυτούς προ πάντων εις την μετανάστευσιν, εις τον εκπατρισμόν. Και είναι δίκαιον να παριστώνται αυτοί τώρα, ως φύσει μεμψίμοιροι, ως έχοντες αδικαιολόγητα παράπονα κατά του Κράτους;
*
Αλλά διισχυρίζονται ότι χάριν αυτών προέβη το Κράτος εις την εφαρμογήν μέτρου πρωτοφανούς και ανηκούστου εν τη οικονομολογική θεωρία και πράξει, οποίον είναι το της παρακρατήσεως. Πλην αυτό υπήρξεν εν μέτρον ανάγκης, το οποίον υπηγόρευσε το καλώς εννοούμενον συμφέρον του Κράτους ουχ ήττον ή των σταφιδοπαραγωγών. Άνευ αυτού εκινδύνευον να στερηθώσιν ούτοι του επιουσίου των άρτου, αλλά θα εστείρευνε και η σπουδαιοτάτη πηγή του εθνικού μας πλούτου, το δε Κράτος δεν θα έχανε μόνον τον εκ της σταφίδος φόρον, αλλά και τους λοιπούς φόρους δυσκόλως θα εισέπραττεν αυτό εκ των σταφιδοφόρων τουλάχιστον επαρχιών, δεν ήτο δε απίθανον όλως να εκραγή και κοινωνική τις κρίσις εν αυτοίς. Και επί τέλους μήπως υπέστη θυσίαν τινα το Κράτος χάριν του θεσμού της παρακρατήσεως, όστις τόσον ευεργετικός υπήρξε και δι’ αυτό και δια την χώραν;
Αλλ’ εις το μέτρον της παρακρατήσεως προέβη το Κράτος αβασανίστως όλως και εν σπουδή μεγάλη. Οι δύο κυριώτατοι της παρακρατήσεως νόμοι, ο του 1895 και ο του 1899 εψηφίσθησαν εν καιρώ θέρους, ήτοι εν παραμοναίς της σταφιδικής εσοδείας, ότε και ο προσήκων χρόνος και η αναγκαία ψυχική γαλήνη έλειπε προς σοβαράν μελέτην και επεξεργασίαν αυτών. Δια τούτο αμφότεροι οι νόμοι ήσαν κυρίως ειπείν ημίμετρα, δι’ ων αδύνατον ήτο να λυθή οριστικώς το σταφιδικόν ζήτημα. Ούτε δια του πρώτου, ούτε δια του δευτέρου αφηρείτο ολόκληρον το πλεόνασμα της παραγωγής, το επιβαρύνον τας ξένας αγοράς της καταναλώσεως και συντελούν εις την έκπτωσιν των τιμών της σταφίδος. Το δε θεμελιώδες ελάττωμα αμφοτέρων των περί ων ο λόγος νόμων ήτο ότι ουδεμία πρόνοια ελαμβάνετο δι’ αυτών περί απαγορεύσεως της περαιτέρω εμφυτεύσεως σταφιδαμπέλων, ούτως ώστε, ό,τι αφηρείτο αφ’ ενός μεν δια της παρακρατήσεως, ανεπληρούτο αφ’ ετέρου δια των νέων σταφιδοφυτειών και κατελήγομεν ούτως εις τον αυτόν παρονομαστήν πάντοτε, εξ ου αδύνατον ήτο να παύσωσι τα παράπονα των σταφιδοπαραγωγών. Αλλ’ έπταιον δια τούτο αυτοί ή το Κράτος, το οποίον ενομοθέτει τόσον βεβιασμένως και αβασανίστως, ώστε οι νόμοι του να μεταβάλλωνται εις πίθον Δαναΐδων και να παρέχωσι μάλιστα αφορμάς εις παντοίας παραβάσεις των και καταχρήσεις;
*
Κατηντήσαμεν επί τέλους εν έτει 1905 εις την Προνομιούχον Εταιρείαν. Πλην και η σχετική προς αυτήν Σύμβασις συνετάχθη και εψηφίσθη εν ώρα θέρους και εν παραμοναίς της σταφιδικής εσοδείας, ήτις τότε πρεμηνύετο μεγάλη και ως εκ τούτου ενέβαλλε τους πάντας εις ανησυχίαν περί του αμέσως προσεχούς μέλλοντος. Και δια τον λόγον δε τούτον και επειδή προέκειτο περί έργου πρωτοφανούς, καθ’ ο δεν είχομεν να συμβουλευθώμεν κανέν προηγούμενον, δεν ηδύνατο ή να έχη τας ελλείψεις και ατελείας της και η περί ης ο λόγος σύμβασις, αίτινες αφεώρουν εκάτερον των συμβαλλομένων, και την Εταιρείαν και τους σταφιδοπαραγωγούς.
Αλλ’ εκείνη μεν κατώρθωσε να επιβληθή ήδη εις την Κυβέρνησιν και να ψηφισθή, η συμπληρωματική σύμβασις του 1906, δι’ ης εξησφαλίζοντο κατά το δυνατόν τα συμφέροντά της. Και ηθέλετε εν τοιαύτη περιπτώσει οι σταφιδοπαραγωγοί, δι’ ους αι ατέλειαι και ελλείψεις της συμβάσεως, ως η μέχρι τούδε πείρα απέδειξεν, είναι ασυγκρίτω τω λόγω μεγαλείτεραι και σπουδαιότεραι, να μη επιζητήσωσι την συμπλήρωσιν και επανόρθωσιν αυτών, μηδέ ν’ απευθύνωσι το παράπαν παράπονα;
Εις τας περί ων ο λόγος ατελείας και ελλείψεις της συμβάσεως, τας απτομένας των συμφερόντων των σταφιδοπαραγωγών, οφείλεται κυρίως και το νυν εκραγέν ζήτημα των χρηματικών εγγυήσεων. Κατ’ αυτό, ως απεδείξαμεν ήδη, εξ υπαιτιότητος της Προνομιούχου και τη ασυγγνώστω ανοχή της Κυβερνήσεως υπέστησαν ήδη ζημίαν μεγάλην οι σταφιδοπαραγωγοί και επαπειλούνται υπό μείζονας τοιαύτης δια το μέλλον, ενόσω εκείνη μεν εμμένει εν τω αδίκω αυτής, αύτη δ’ εξακολουθεί ολιγωρούσα των επιβαλλομένων εις αυτήν καθηκόντων, όπως επαναγάγη την Εταιρείαν εις την οδόν του καθήκοντος. Και θέλετε τώρα να μη εξαναστώσιν οι σταφιδοπαραγωγοί κατά της τοιαύτης καταστάσεως και να μη διεκδικήσωσι δια παντός νομίμου μέσου τα δίκαιά των τόσο απέναντι του Κράτους όσον και απέναντι της Εταιρείας; Αλλά πρέπει να έχητε πολύ ταπεινήν γνώμην περί αυτών, πρέπει να τους θεωρήτε αυτόχρημα ανελευθέρους, όπως πιστεύσητε ότι αυτοί θ’ ανεχθώσιν ησύχως και απαθώς, ως Ανατολίται μοιρολάτραι την τοιαύτην επιβουλήν των συμφερόντων των.
ΑΘ. ΕΥΤΑΞΙΑΣ